Κάτω από το Δέντρο της Γνώσης, ο Δάσκαλος καθόταν στη στάση του λωτού βυθισμένος σε βαθύ διαλογισμό. Οι μέρες και οι νύχτες εναλλάσσονταν χωρίς να επηρεάζουν την ακίνητη μορφή. Ξαφνικά, το βουνό μακριά θάμπωσε από την σκόνη και άγρια ποδοβολητά αλόγων έσπασαν σε χίλια κομμάτια την ιερή σιωπή. Μια στεντόρεια φωνή ακούστηκε και σκέπασε κάθε άλλο ήχο.
“Άντε ρε Σόφι! Πόσα χρόνια θα σε περιμένουμε; Αν δε θέλεις να ‘ρθεις, να μας το πεις να φύγουμε”, φώναξε ο Πέτρος.
“Έρχομαι. Κάτι διάβαζα…”
“Εσύ πάντα κάτι διαβάζεις. Πάμε…”
Η Σόφι άφησε με μικρή δυσκολία το βιβλίο, πήρε την πετσέτα της και κατέβηκε ροβολώντας την σκάλα προς το αυτοκίνητο. Μετά τα σύντομα πειράγματα για την καθυστέρηση ξεκίνησαν για τη θάλασσα. Ο ήλιος έχυσε απλόχερα τη θέρμη του πάνω στους ώμους της, όπως συνηθίζει να κάνει πολλούς από τους μήνες στο νησί. Την στιγμή που συνειδητοποίησε τι είχε ξεχάσει, ένα καπέλο προσγειώθηκε στο κεφάλι της. Ανακούφιση. Ευχαρίστησε με ένα χαμογελαστό βλέμμα την ξαδέλφη της Βάσω και έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει το απαλό αεράκι και τη διαδρομή παράλληλα με τη θάλασσα.
“Σταματήστε τα άλογα.” Ο αρχηγός, ένας άξεστος αγριάνθρωπος, είδε τον Δάσκαλο. “Ποιος είσαι συ;” Στην αρχή δεν πήρε απόκριση αλλά όταν άρχισε να χάνει την υπομονή του άνοιξαν τα μάτια του Γέροντα. Μάτια που καθρέφτιζαν το Σύμπαν ολόκληρο και κοίταζαν βαθιά μέσα στην Σόφι.
Αυτή άνοιξε τα δικά της τρομαγμένη.
Η καρδιά της ακόμα πονούσε. Είχε περάσει πάνω από μήνας από τον χωρισμό της αλλά όλα ακόμα της θύμιζαν τον Πέτρο. Τα τραγούδια που άκουγαν, τα μέρη που είχαν γυρίσει, τα γέλια… αυτά την πονούσαν ακόμα περισσότερο. Δεν είχε ζητήσει η ίδια αυτήν την σχέση. Αυτός την κυνήγησε, αυτός ξύπνησε τα συναισθήματα κι αυτός αποφάσισε πως ήταν “λάθος” κι έπρεπε να χωρίσουν. Για την Σόφι ήταν το πρώτο αληθινό σκίρτημα της καρδιάς της. Ενώ παλιά δεν τον είχε προσέξει, τώρα θυμόταν το λεπτό αγόρι μέσα στις σχολικές παρέες, υπήρχε κάπου στο φόντο μέσα στις μνήμες της, φίλος φίλου που φαινόταν πια να την κοιτάζει χαιρέκακα. Και ενώ μέσα της είχε παγώσει και τα δάκρυα φαίνονταν να έχουν στερέψει, κοιτούσε μπροστά και δεν έβλεπε τίποτα. Φοβόταν το μέλλον και η καρδιά της ήταν απρόθυμη να αγγίξει και να αγγιχτεί. Γιατί ο πόνος ήταν νωπός και μεγάλος. Το νησί της έμοιαζε μια κλειστή φυλακή γεμάτη θύμησες. Σκέφτηκε να φύγει αλλά με τι δικαιολογία; Και για που;
Εκείνη την ημέρα το τηλέφωνο δεν είχε σταματήσει από το πρωί. Ήταν τα γενέθλιά της και ήταν υποχρεωμένη να απαντά σε όλους με την αντίστοιχη χαρωπή διάθεση που δεν είχε. Αυτός, φυσικά, δεν θα έπαιρνε όσο κι αν η ίδια ζούσε με την ελπίδα. Η Βάσω επέμενε να τη βγάλει έξω, όπου υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να της κάνουν το καθιερωμένο πάρτι έκπληξη. Η ξαδέλφη της ήξερε τι περνούσε και θα έκανε τα πάντα για να την κάνει να ξεχαστεί. Η ίδια η Σόφι ήθελε μόνο να κρυφτεί σε μια σπηλιά και να μην ξαναβγεί ποτέ.
Ήταν πια αργά. Η έξοδος, το πάρτι, οι φωτογραφίες, οι φωνές ξεπλύθηκαν από πάνω της. Η αποστασιοποίησή της από τη φασαρία της γιορτής της απέδειξε πόσο μόνη ένοιωθε. Όταν επιτέλους ξάπλωσε ήταν τόσο κουρασμένη που κύλησε απαλά σε έναν γλυκόπιοτο ύπνο.
Περπατούσε με τα πόδια γυμνά στο μονοπάτι. Τα πανύψηλα γέρικα δέντρα της έκρυβαν τον ουρανό σχηματίζοντας μια σκουροπράσινη αψίδα. Ένιωθε να την κοιτούν αλλά δε μπορούσε να διακρίνει τους παρατηρητές μέσα στο σκοτάδι. Επιτέλους, έφτασε στο ξέφωτο. Η πανσέληνος ήταν τόσο μεγάλη που πίστεψε πως αν άπλωνε το χέρι θα την έπιανε. Κοίταξε γύρω της το πυκνό δάσος στα δεξιά και τη θάλασσα αριστερά της. Ήξερε πως θα συναντούσε κάποιον και έπρεπε απλά να περιμένει. Κάθισε κάτω κι άρχισε να περιεργάζεται το χορτάρι, να απολαμβάνει το σούσουρο και τις μυρωδιές της νύχτας.
Ήρθε ξαφνικά με τα πυρωμένα μάτια του να γυαλίζουν. Η Σόφι τινάχτηκε προς τα πίσω. Ο λύκος γρύλισε προειδοποιητικά και μετά σταμάτησε. “Είμαι ότι φοβάσαι”, της είπε. “Δε φοβάμαι τίποτα!”, αμύνθηκε αυτή. “Κι όμως, είμαι εδώ”. Η καρδιά της σκίρτησε τρομοκρατημένη γιατί ήξερε πως φοβόταν αλλά και τι φοβόταν ακόμα. “Βοήθεια”, ψέλλισε. Την στιγμή της απελπισίας το ένιωσε. Ήταν μια αύρα πίσω της και δυο χέρια αρπακτικού που την σήκωσαν με δύναμη. Τώρα έβλεπε το λύκο και το δάσος να μικραίνουν διαρκώς καθώς ο αετός την πήγαινε όλο και πιο ψηλά. “Κι όμως, όπου και να πας, δε μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου”, ακούστηκε η φωνή.
Η Σόφι ξύπνησε απότομα νιώθοντας ακόμα τα νύχια στο σώμα της. Τι ήταν αυτό; Λύκοι, αετοί… και αυτή η φωνή! Δεν την είχε ξανακούσει αλλά ήξερε! Ήξερε πως ήταν ο δάσκαλος του δέντρου τρία χρόνια πριν.
Χρειάζομαι καφέ, σκέφτηκε στο μισοσκόταδο. Από το παραθυράκι της κουζίνας, οι πρώτες πολύχρωμες αχτίδες σπάζουν κομμάτια τον ουρανό.
“Και γιατί δε μου είπες τίποτα;” ρώτησε η Βάσω.
“Τι να σου πως; Επηρεάστηκα απ’ το βιβλίο και είδα κάτι που δεν ήξερα τι ήταν. Δεν ξέρω τι ήταν!”
“Και τώρα αυτό;”
“Προφανώς δεν ήταν τίποτα. Ήμουν κουρασμένη και είδα ένα παράξενο όνειρο, που μάλλον δεν σήμαινε τίποτα συγκεκριμένο.”
“Ήταν απλώς ένα παράξενο όνειρο!” είπε πιο δυνατά απ’ όσο θεώρησε ότι έπρεπε. Ίσως επειδή ήθελε να το ακούσει η ίδια για να πειστεί.
Η ξαδέλφη της δεν απάντησε αλλά ήταν ευχαριστημένη που η Σόφι είχε βρει κάτι να της αποσπάσει λίγο την προσοχή από τον Πέτρο. Όταν αργότερα έκλεισε η πόρτα πίσω απ’ τη Βάσω, η Σόφι σκέφτηκε: Πρέπει να βρω το βιβλίο!
Είχε ψάξει τη βιβλιοθήκη του σαλονιού στο πατρικό της και όλες τις κούτες που είχε στοιβάξει προσεκτικά η μάνα της στο δωμάτιό της. Αυτό που άφησε για να πάει να ζήσει σε μια γκαρσονιέρα πριν ένα χρόνο με τον έρωτά της. Αυτόν που την πρόδωσε. Αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι σα για ν’ αποφύγει την σκέψη.
Το βιβλίο αγνοούνταν επιδεικτικά. Όταν αργότερα έθεσε τάχα αδιάφορα το θέμα στη μάνα της την ώρα του φαγητού, πήρε μια αόριστη απάντηση για κάποια πράγματα που είχε θεωρήσει ότι δεν χρειαζόταν πια όταν τους παράτησε. Η κυρά Ευτέρπη δεν είχε συγχωρήσει την κόρη της και ίσως αυτή να ήταν μια μικρή χαιρέκακη εκδίκηση. Μπορεί να είχε κλείσει τα είκοσι δυο, μπορεί να δούλευε και να σπούδαζε μαζί, αλλά η ανεξαρτησία της την είχε πληγώσει. Ήθελε η Σόφι να την χρειάζεται όσο τίποτα στον κόσμο, όπως τότε που μικρό κοριτσάκι έτρεχε γελώντας με τις κοτσίδες να δέρνουν τον αέρα.
Να μπορούσα τουλάχιστον να θυμηθώ τον τίτλο. Ήξερε πως περιφερόταν σαν άπιαστο όνειρο στο μπαλκόνι του μυαλού της αλλά εκεί που άπλωνε το χέρι να τον αρπάξει, εκεί της ξέφευγε γλιστρώντας στις αχανείς αοριστίες του νου.
“Η Μαρία πήρε τηλέφωνο απ’ την Αγγλία και μου παραπονέθηκε. Δε μιλάτε πια, λέει…”
“Έτυχε…”
“Ξέρω πως έχεις τα δικά σου αλλά κι αυτή αδελφή σου είναι”, της είπε υπονοώντας τον πρόσφατο χωρισμό της.
Η Σόφι της υποσχέθηκε να επικοινωνήσει γιατί δεν άντεχε τη γκρίνια και συνέχισε να κυνηγά ένα ένα τα μπιζέλια στο πιάτο της σκεφτική.
Η αναζήτηση που έκανε περιλάμβανε λέξεις όπως “Δάσκαλος” και “Δέντρο της Ζωής” και τα εκατοντάδες εκατομμύρια αποτελέσματα της Google την κορόιδευαν κατάμουτρα. Στην τοπική βιβλιοθήκη, η υπάλληλος την κοίταξε περίεργα όταν της είπε ότι έψαχνε ένα βιβλίο χωρίς να ξέρει τον τίτλο, τον συγγραφέα ή κάποιο άλλο στοιχείο εκτός του ότι είχε ένα γέρο δάσκαλο που διαλογιζόταν στο δέντρο της ζωής. Σχεδόν απελπισμένη κατέβαινε αργά τα λίγα σκαλοπάτια φεύγοντας, ενώ ο νους της έτρεχε υπολογίζοντας τις πιθανότητες να βρεθεί το χαμένο βιβλίο.
Και τότε τους είδε. Ακριβώς απέναντι ο Πέτρος και η Τάνια κάθονταν μαζί στο Κάρμα, το γωνιακό καφέ που συνήθιζε να πηγαίνει μαζί του. Πάγωσε. Ο Πέτρος σαν να ένιωσε το βλέμμα της, γύρισε. Η συνάντηση των ματιών την έκανε να το βάλει στα πόδια. Δε φταις εσύ, αυτός φταίει. Δεν έχεις κανένα λόγο να τρέχεις… Κι όμως, τα πόδια είχαν τη δική τους θέληση και ήταν αδύνατο να σταματήσουν. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει καθώς νέα δεδομένα είχαν έρθει στο φως. Η σχέση τους ήτανε “λάθος”! Το λάθος ήταν που τον πίστεψε, που του είχε δώσει την καρδιά της και τον είχε αφήσει να υπονοήσει πως ο χωρισμός τους ήταν δικό της φταίξιμο. Δεν κατάλαβε πως έφτασε στην γκαρσονιέρα και βρόντηξε την πόρτα πίσω της σαν να έκλεινε έξω όλον τον κόσμο. Όλη η πίεση, η προσπάθεια να αποδεχτεί αξιοπρεπώς την απώλεια και την προδοσία, ξεχείλισε και ξέσπασε σε ένα ακατάσχετο κλάμα. Η πληγή είχε ανοίξει και δεν ένιωθε καμιά ανάγκη να είναι αξιοπρεπής.
Είχε αρχίσει να αναπτύσσει μια σχέση αλληλοκατανόησης με το ταβάνι όλη αυτήν την ώρα που είχε εστιαστεί εκεί χωρίς σκέψεις και χωρίς αντίληψη του χρόνου. Δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα να κάνει οτιδήποτε κι αυτό ήταν ανακουφιστικό και συνάμα απελευθερωτικό. Όταν ξεθύμανε το ξέσπασμα ήταν για άλλη μια φορά άδεια. Η Τάνια… φίλη της αδελφής της… φιλοξενούμενη πριν μερικά χρόνια στο πατρικό της για τις καλοκαιρινές διακοπές. Η Τάνια που της είχε φέρει και δώρο ένα μικρό βιβλίο μιας και είχε μάθει ότι της άρεσε το διάβασμα. Ο χρόνος ξαφνικά σταμάτησε. Ένα μικρό βιβλίο! Την επόμενη στιγμή έτρεχε στο μπάνιο να προλάβει τον εμετό που ανέβηκε απρόσμενα να την πνίξει.
Copyright © 2023 Konstantia Karletsa