Τρέκλιζε στο βροχερό στενοσόκακο όταν ακούμπησε το χέρι στον τοίχο για να στηριχτεί και να πάρει μια ανάσα.  Ήταν λιώμα, ίσως περισσότερο από άλλες φορές.  Έριξε μια ματιά γύρω του στα αδύναμα φώτα του δρόμου και στις κάμερες ασφαλείας.  Μια του φάνηκε ότι τον παρακολουθούσε.  Σήκωσε το χέρι για να αποδιώξει την παράλογη σκέψη και έκανε να συνεχίσει όταν σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε με τα μούτρα στο χορτάρι.  Το μυαλό του χρειάστηκε λίγο χρόνο για να αναρωτηθεί τι δουλειά είχε το χορτάρι στην άσφαλτο.  Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί αλλά η ζαλάδα τον ανάγκασε να μείνει στα τέσσερα μέχρι να ηρεμήσει το στομάχι του.  Δε θα’ θελε κάποιος απ’ τους ελάχιστους περαστικούς να τον δει να βγάζει τ’ άντερά του μέσα στην νύχτα.
Μισάνοιξε τα μάτια και είδε το λιβάδι και στα δεξιά του το δάσος.  «Κάτι είχε αυτό το ουίσκι», σκέφτηκε.  Ποτέ άλλοτε το μεθύσι δεν του είχε φτιάξει τόσο επίμονες φαντασιώσεις.  Μπουσούλησε μέχρι το πρώτο δέντρο και κάθισε με την πλάτη στον κορμό.  Φαινόταν αληθινός.  Είχε αρχίσει τώρα να σκέφτεται ότι οι ελάχιστοι εναπομείναντες φίλοι του του είχαν στήσει μια άσχημη φάρσα.  Πότε όμως;  Τώρα δα προχωρούσε στο δρόμο.  Έπιασε το κεφάλι του αλλά δε φαινόταν να έχει χτυπήσει.  Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο νυχτερινό τοπίο.  Από μακριά άκουσε κύματα να παφλάζουν σε μια ακτή.  Καθώς ήταν κουρασμένος, γλίστρησε απαλά σε έναν βαθύ ύπνο.
Πριν ανοίξει τα μάτια άκουσε τα πουλιά.  Πόσο καιρό είχε να ακούσει πουλιά;  Είχε ξημερώσει και το απαλό αεράκι λειτούργησε αναζωογονητικά.  Ήταν σαν να ξεπλύθηκε από πάνω του η σκόνη αιώνων. 
Συνειδητοποίησε ότι το δάσος δεν ήταν ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο στο οποίο είχε ξυπνήσει.  Αναρίγησε στην σκέψη ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί και ότι οι φίλοι του δε θα ξεπετάγονταν από μια μεριά για να τον πειράξουν.
Το χορτάρι χάιδευε απαλά τα πόδια του καθώς προχώρησε προς τα δέντρα και από κει στη θάλασσα.  Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος και αφουγκραζόταν την ανάσα του.
Τότε είδε το κουβούκλιο.  Μισοραγισμένο έμοιαζε αρχαίο σε έναν νέο κόσμο.  Έσκυψε και πέρασε την φαγωμένη πόρτα.  Ο θόλος είχε ανοίξει σε κάποια σημεία και αναρριχητικά φυτά αγκάλιαζαν την εσωτερική πλευρά των τοίχων αλλά και τα αγάλματα που τον στόλιζαν.  Κάποιου είδους μηχανήματα προφυλαγμένα από ένα διάφανο υλικό βρίσκονταν διάσπαρτα στο χώρο, ένα δίπλα σε κάθε άγαλμα.  Αυτά παρίσταναν ανθρώπινες φιγούρες με τόση λεπτομέρεια που ο άντρας για πρώτη φορά αναρωτήθηκε που ήταν οι άλλοι άνθρωποι.
Άγγιξε κάποιες από τις μορφές και το μάρμαρο του επέστρεψε την ψυχρή αίσθηση του απόμακρου.  Το άγαλμα μιας γυναίκας τράβηξε την προσοχή του.  Χυτά μακριά μαλλιά γλιστρούσαν στους ώμους της.  Φορούσε μια ολόσωμη φόρμα και έμοιαζε να κοιτά κάποιο απροσδιόριστο σημείο μπροστά.  Ο άντρας θα ήθελε να συγχαρεί το γλύπτη αλλά δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση να τον συναντήσει. 
Χάιδεψε με τα ακροδάκτυλά του την πλάτη της και τότε το ένιωσε.  Ένας αδιόρατος χτύπος.  Περίμενε.  Τίποτα.  Και μετά πάλι το φάντασμα ενός καρδιοχτυπιού τον έκανε να παγώσει.  Κάτι δεν πήγαινε καλά.  Ένιωσε ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί και η παρουσία του ήταν ενοχλητική ή ανεπιθύμητη.  Ξαφνικά ήθελε να φύγει τρέχοντας, να κρυφτεί, να ξεχάσει αυτόν τον κόσμο και ότι είχε σχέση μ’ αυτόν.
Όταν απομακρύνθηκε αρκετά από το κουβούκλιο έβγαλε τρεμάμενος τα ρούχα του και βούτηξε στη θάλασσα.  Το νερό ήταν δροσερό και ανέλπιδα καθαρό.  Έριξε μπόλικο στο πρόσωπο και στον αυχένα για να συνέλθει και συνειδητοποίησε άλλο ένα παράδοξο.  Χθες περπατούσε σε ένα φθινοπωρινό κρύο σοκάκι και σήμερα ήταν καλοκαίρι.  Μια ομάδα μικρών γαλάζιων ψαριών πέρασε δίπλα του.  Αυτός άπλωσε το χέρι και κολύμπησαν γύρω του χωρίς κανένα σημάδι φόβου.  Επιστρέφοντας στην ακτή ήξερε ότι έπρεπε να μάθει που βρισκόταν και να κάνει κάτι για την πείνα που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί.
Έκανε ένα γύρο στο δάσος ψάχνοντας για κάτι φαγώσιμο.  Η υπόνοια της κίνησης άφηνε την υποψία ύπαρξης μικρών πλασμάτων που τον παρακολουθούσαν με περιέργεια.  Μικροί μωβ καρποί σαν μούρα πρόβαλαν μέσα από θάμνους που σα μικρά δέντρα αγκάλιαζαν τις παρυφές του ξέφωτου.  Η πείνα τον έσπρωξε να δοκιμάσει και η γλυκιά γεύση τους τον αποζημίωσε για την τόλμη του. 
Μέσα από τα κλαδιά είδε ένα μεγάλο τρωκτικό σαν σκίουρο με μακριά μυτερά αυτιά να τον παρατηρεί.  Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πλάσμα.  Πήγε να πλησιάσει αλλά εκείνο έφυγε τρέχοντας προς το δάσος για να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο που έγερνε φορτωμένο με φρούτα.  Έμοιαζαν με αχλάδια αλλά όταν δοκίμασε η γεύση τους ήταν στυφή και ξινή.  Η σάρκα τους, όμως, ήταν ιδιαίτερα χορταστική και ο άντρας έκοψε μερικά ρισκάροντας και ελπίζοντας ότι αυτά τα παράξενα φρούτα δε θα τάραζαν το ήδη ταλαιπωρημένο στομάχι του.
Πέρα από το ξέφωτο από την αντίθετη μεριά της θάλασσας τα δέντρα λιγόστευαν και το έδαφος γινόταν πετρώδες.  Ένα μικρό ορεινό φράγμα περιόριζε τη βλάστηση.  Ο άντρας κοίταξε τον όγκο και πρόσεξε ένα σημείο ανάμεσα σε δυο καμπύλες που επέτρεπε την ορατότητα προς την άλλη πλευρά.  Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να σκαρφαλώνει.  Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσει πόσο αγύμναστος ήταν.  Αναπόλησε τα χρόνια του γυμναστηρίου και παραλίγο να πέσει, καθώς η πέτρα που στήριζε το δεξί του πόδι υποχώρησε αφήνοντας τον σχεδόν μετέωρο.  Αρπάχτηκε από ένα εξόγκωμα και σταμάτησε μέχρι να ηρεμήσουν οι χτύποι της καρδιάς του.  Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός.  Αν έπεφτε, δεν υπήρχε κανένας να τον βοηθήσει.
Όταν έφτασε στο άνοιγμα ο άνεμος χτύπησε το πρόσωπό του φέρνοντας καινούργιες μυρωδιές και μακρινές φωνές.  Κρύφτηκε γρήγορα και αφουγκράστηκε.  Μπροστά του το άνοιγμα χαμήλωνε και δημιουργούσε ένα πέρασμα γεμάτο σπηλιές και από τις δυο πλευρές.  Έξω από αυτές κάθονταν ή περιφέρονταν ανθρωποειδή με πυκνό μαύρο τρίχωμα.  Από αυτήν την απόσταση υπολόγιζε ότι ήταν λίγο κοντύτερα από έναν μέσο άνθρωπο αλλά αρκετά πιο δυνατά, καθώς οι μύες τους ήταν ανεπτυγμένοι στα γυμνά τους κορμιά.  Δυο από αυτά είχαν έρθει στα χέρια ουρλιάζοντας και δείχνοντας τους κυνόδοντές τους.  Ο άντρας ανασηκώθηκε για να δει καλύτερα και τότε ένα από τα πλάσματα τον κοίταξε απορημένο.  Μόλις συναντήθηκαν οι ματιές τους το πλάσμα άρχισε να τον δείχνει φωνάζοντας στους άλλους.  Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και άρχισε να κατεβαίνει ροβολώντας στις πέτρες.  Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος ένιωθε το σώμα του να κινείται μηχανικά, ενώ ο νους του είχε παγώσει.  Έφτασε στα δέντρα με λίγες αμυχές που δεν ένιωθε καν και συνέχισε τρέχοντας στον αυτόματο μέχρι που θεώρησε ότι απομακρύνθηκε από τον κίνδυνο.  Τότε μόνο σταμάτησε λαχανιασμένος για να ηρεμήσει.  Ώστε δεν ήταν όλα ειρηνικά και ειδυλλιακά όσο έδειχναν στην αρχή.  Αναστέναξε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι όλα ήταν εντάξει.  Ήταν πια μακριά από τα πλάσματα, που ίσως η ευφυία τους να μην έφτανε για να τον βρουν.  Εξάλλου ήταν πέρα από την περιοχή τους και δεν αποτελούσε απειλή για να θέλουν να τον βλάψουν.
Γύρισε στο αγαπημένο του δέντρο και έγειρε το σώμα του.  Η σκέψη του επέστρεψε στα αγάλματα που δεν πίστευε πια ότι ήταν αγάλματα.  Τι ήταν;  Και που, στο καλό, ήταν αυτός;  Σίγουρα όχι κάπου κοντά στην πόλη του.  Ξαφνικά ήθελε πάρα πολύ ένα τσιγάρο και ένα ποτό.  Ποτέ στη ζωή του δεν τα είχε τόσο ανάγκη.  Αυτό το μέρος έμοιαζε υπερβολικά καθαρό και αμόλυντο και ήθελε να το μολύνει με λίγο καπνό για να νιώσει ανθρωπινά.  Ήθελε, επίσης, να μιλήσει με κάποιον, να βγάλει το θυμό που ανέβλυζε από μέσα του σαν άγριο ποτάμι.  Με ποιο δικαίωμα κάποιος ή κάτι τον έφερε εδώ χωρίς τη θέλησή του;  Με ποιο δικαίωμα ανακατεύονται οι άλλοι στη ζωή του;  Ποτέ δεν το είχε καταλάβει αυτό.  Ένα ποτό.  Μπορεί αν ξαναμεθούσε να γύριζε στο σπίτι του και αυτό να ήταν ένα τρελό διάλλειμα στη ζωή του, που θα παρέμενε ανεξιχνίαστο για πάντα. 
Σπίτι του… Χαμογέλασε πικρά.  Είχε πάνω από δυο μήνες που δεν είχε σπίτι.  Ακόμα και όταν είχε ήταν της φιλενάδας του που τον είχε σπιτώσει για ένα χρόνο μέχρι που τον σιχάθηκε τόσο ώστε να τον πετάξει μαζί με τα πράγματά του στο δρόμο.  Μετά γύριζε από φιλαράκι σε φιλαράκι και όταν τελείωσαν τους έπιασε ξανά από την αρχή.  Στην πραγματικότητα ήξερε ότι οι υποτιθέμενοι φίλοι του δεν τον έβλεπαν πια με τις καλύτερες διαθέσεις. Πουθενά δεν ήταν σπίτι του πια.  Εκτός κι αν ήταν ένα μέρος, ένα οποιοδήποτε μέρος με μεγάλο καναπέ, ποτό, τσιγαριλίκι και καμιά γκόμενα. 
Η σκέψη της γκόμενας του θύμισε το άγαλμα της γυναίκας.  Είχε περάσει αρκετή ώρα και τα πράγματα φαίνονταν ήρεμα από τη μεριά του κουβούκλιου.  Διστακτικά πλησίασε και πάλι.  Η αίθουσα φαινόταν ίδια με εξαίρεση ένα υπόκωφο βουητό που ακουγόταν μόνο χάρη στην ησυχία που επικρατούσε.  Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν ακουγόταν την πρώτη φορά αλλά μπορεί να έκανε και λάθος.  Η κοπέλα κοιτούσε ακόμα ακίνητη κάπου μπροστά της.  Φαινόταν τόσο εύθραυστη σαν κομμάτι ενός άλλου κόσμου.  Άγγιξε το λαιμό της και το ένιωσε.  Ένας απαλός χτύπος και μετά ένας ακόμα.  Η γυναίκα γύρισε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε ανέκφραστα μέσα στα μάτια.  Αυτός έμεινε αποσβολωμένος να χάνεται μέσα τους.  Οι κόρες έγιναν πράσινες, η παγωμένη πέτρα άρχισε να αλλάζει χρώμα, θερμοκρασία και πυκνότητα.  Οι ήχοι γύρω του άλλαξαν επίσης, καθώς τα μηχανήματα δούλευαν πυρετωδώς πια για να επαναφέρουν τους ανθρώπους στην φυσιολογική τους κατάσταση.  Γύρισε και τους είδε να ζωντανεύουν και να κοιτάζουν γύρω σαν χαμένοι.  Η γυναίκα συνέχισε να τον κοιτάζει και ένιωσε αμήχανα ότι έπρεπε να πει κάτι.
–       «Γεια, είμαι ο Στήβεν», είπε.
Το μηχάνημα δίπλα αναπαρήγαγε τη φωνή του σε μια άλλη γλώσσα.  Η γυναίκα έδειξε τον εαυτό της και είπε «Λόρνα».
–       «Ποιοι είστε;  Πως ξυπνήσατε;  Που είμαστε;», άφησε τον χείμαρρο των ερωτήσεων να ξεσπάσει τώρα που μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον.
Η γυναίκα ρώτησε κάτι το μηχάνημα και η απάντηση την ξάφνιασε.  Του μίλησε και άκουσε τη μετάφραση στη γλώσσα του.
–       «Πέρασαν τετρακόσια εβδομήντα επτά γήινα χρόνια, πέντε μήνες και είκοσι μία μέρες από την καταστροφή του πλανήτη.  Η Τίνα λέει ότι ξυπνήσαμε γιατί μας προσέγγισε ένα πανομοιότυπο δείγμα DNA με το δικό μας.  Πρέπει να ήσουν εσύ.»
–       «Η Τίνα;»
–       «Τεχνητή Νοημοσύνη»
–       «Συγνώμη, δεν ήθελα να σας ξυπνήσω», είπε ο άντρας.
Η Λόρνα χαμογέλασε και ο Στήβεν ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει.
–       «Αυτό που έγινε σημαίνει ότι μπορούμε να κατοικήσουμε ξανά τη Γη.  Εσύ, όμως, ποιος είσαι;  Δε φαίνεσαι να ανήκεις σε κάποια άλλη μονάδα συντήρησης ζωής», του είπε.
–       «Δεν ξέρω… τετρακόσια χρόνια!  Απλά βρέθηκα εδώ!»
Τότε πρόσεξε ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι τους άκουγαν.  Η απάντησή του δημιούργησε μια αμηχανία αλλά δεν ήταν η πρώτη τους προτεραιότητα.  Βγήκαν σιωπηλοί έξω ρουφώντας εικόνες και ήχους.  Άγγιζαν και αγγίζονταν σαν να τα έβλεπαν όλα για πρώτη φορά.
Ο Στήβεν καταλάβαινε ότι η παρουσία του, που δε μπορούσε να δικαιολογήσει, έκανε τους νεοαφυπνισμένους να τον αποφεύγουν.  Ακόμα και η Λόρνα κρατούσε μια επιφύλαξη.  Όλοι, όμως, ήταν ικανοποιημένοι που η αναστημένη αφθονία της φύσης μπορούσε αναμφίβολα να τους συντηρήσει.  Το σοκ από όλα όσα είχαν συμβεί και είχε μάθει από την στιγμή που βρέθηκε εκεί, μόλις μια μέρα πριν, προσπαθούσε ακόμα να καταλαγιάσει μέσα του.
Την πλησίασε δίπλα στη φωτιά που είχαν ανάψει στην παραλία.  Η Λόρνα κοιτούσε τον ήλιο που βυθίζονταν μέσα στα χρώματα.  Όταν τον είδε σηκώθηκε να φύγει.  Έστρεψε το κεφάλι απογοητευμένος και τότε άκουσε την κραυγή.  Ένα από τα ανθρωποειδή της είχε επιτεθεί από πίσω και αυτή προσπαθούσε να το βγάλει από πάνω της.  Το πλάσμα ξεγύμνωσε μυτερούς κυνόδοντες και ούρλιαξε μέσα στη νύχτα.  Ο Στήβεν κοίταξε τους αποσβολωμένους ανθρώπους γύρω του και κατάλαβε ότι δε μπορούσε να στηριχτεί σ’ αυτούς.  Άρπαξε ένα ξύλο από τη φωτιά και όρμησε στο πλάσμα που φαινόταν να μην ξέρει τι ήταν.  Μόλις ένιωσε το κάψιμο και τον πόνο άφησε τη γυναίκα και πισωπάτησε ξαφνιασμένο, κοιτώντας τις λαμπερές φλόγες, πριν τρέξει στα τέσσερα προς την ασφάλεια του καταυλισμού του.  Ένα σούσουρο σηκώθηκε στη γλώσσα των νεοαφυπνισμένων, που τώρα είχαν έναν λόγο να βλέπουν θετικά την παρουσία του κοντά τους.  Η Λόρνα του έπιασε το χέρι για να τον ευχαριστήσει και τότε συνέβη.
Ένα άνοιγμα άρχισε να αχνοφαίνεται μπροστά του, μεγάλωσε και στάθηκε να κυματίζει εύθραυστο με ημιδιάφανες άκρες.  Στην άλλη πλευρά μπορούσε να δει το στενοσόκακο από όπου είχε έρθει, τον δικό του κόσμο, εκεί ακριβώς όπου περπατούσε μεθυσμένος την προηγούμενη νύχτα.  Πρόσεξε ότι και οι άλλοι μπορούσαν να το δουν.  Ήξερε ότι αν περνούσε την πύλη θα βρισκόταν εκεί, θα γίνονταν όλα όπως πριν, θα συνέχιζε τη ζωή του.  Έκανε ένα βήμα προς το άνοιγμα και στάθηκε.  Κοίταξε μια τον κόσμο που άφησε και μια τον καινούργιο κόσμο που είχε γνωρίσει και ένιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει μέσα του.  Δεν ήταν το ρεμάλι του σοκακιού.  Ένιωσε ότι εδώ είχε μια ευκαιρία, ότι τον χρειάζονταν και δε θυμόταν πότε κάποιος τον είχε χρειαστεί τελευταία φορά.  Το άνοιγμα τρεμόπαιξε την περίμετρό του σαν τεράστια αμοιβάδα και άρχισε να κλείνει.  Ήξερε πως ήταν ή τώρα ή ποτέ.  Ξανάκανε ένα βήμα μπροστά και κοίταξε τα μάτια της Λόρνα.  Διχασμένος έπεσε στα γόνατα και παρακολούθησε το κλείσιμο της πύλης.
«Διάολε, ποτέ δε θα ξαναφάω σοκολατάκια γεμιστά με λικέρ», σκέφτηκε.

Copyright © 2024 Konstantia Karletsa