Η οργή που είχε ξεχειλίσει στο στήθος της την οδηγούσε κατευθείαν προς την επιφάνεια. Τα τριχωτά της πόδια πατούσαν αργά αλλά σταθερά στις άγριες πέτρες κουβαλώντας ένα βαρύ σώμα. Η επιφάνεια δεν της άρεσε. Υπήρχε πολύ φως από τους δίδυμους ήλιους που άφηναν ελάχιστο χρόνο σκοταδιού. Η ίδια αγαπούσε τις σκιερές και υγρές σπηλιές που είχαν δημιουργηθεί στα ρήγματα της ξηρασίας και ένωναν την επιφάνεια με τα ποτάμια της αβύσσου.
Τα δυο μπροστινά της πόδια άγγιξαν τις καυτές πέτρες. Είδε τα μικρά πλάσματα με τα τέσσερα άκρα δίπλα στη μηχανή. Το μυαλό της θόλωσε και εμφανίστηκε με το τεράστιο κατάμαυρο σώμα της μπροστά τους. Κοίταξε γύρω τα εκατοντάδες σκοτωμένα παιδιά της και έβγαλε μια κραυγή που πάγωσε το αίμα των ανθρώπων.
“Μικρά ηλίθια πλάσματα, χωρίς τις μηχανές σας είσαστε άχρηστα. Σκορπάτε το θάνατο στα παιδιά μου σαν να είναι δικαίωμά σας. Εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ χιλιάδες χρόνια ζούμε σε ειρήνη και ο θάνατος είναι το όνειρο που συναντούμε όταν το σώμα θέλει να ξεκουραστεί.
Εσείς, όμως, ήρθατε ξένοι σε ξένη γη και από την πρώτη στιγμή η καρδιά μου πονά έναν αναπάντεχο και αφόρητο πόνο. Μπορεί για σας να είμαι ένα άσχημο τέρας αλλά εγώ είμαι η Μητέρα. Κάθε εγκυμοσύνη μου ήταν μια προσμονή και κάθε γέννα μια επώδυνη πηγή χαράς. Είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και να απλώνονται, να κάνουν οικογένειες και να ανακαλύπτουν νέα πράγματα. Και τώρα τα χάνω χωρίς καμία αιτία.
Δεν σας πειράξαμε. Δεν επέτρεψα σε κανένα από τα παιδιά μου να δοκιμάσει την σάρκα σας παρόλο που φαίνεται μαλακή και δεν προστατεύεται από κανένα σκληρό κέλυφος παρά από λεπτά στρώματα που δεν έχουν καμιά δυνατότητα να σας κρατήσουν ζωντανούς μπροστά σε έναν θηρευτή. Αντίθετα, σας παρατηρήσαμε για να δούμε ποιοι είναι οι σκοποί σας. Και δεν άργησαν να φανερωθούν.
Δεν ξέρω πως πολλαπλασιάζεται το είδος σας αλλά κι εσείς με κάποιο τρόπο ήρθατε στη ζωή και κάποια μητέρα είναι η πηγή της ύπαρξής σας. Είναι περήφανη για τα εγκλήματά σας; Της δίνει χαρά η εξόντωση των δικών μου παιδιών; Μήπως είναι εδώ για να μιλήσουμε μάνα προς μάνα;
Μυρίζω το φόβο σας και νιώθω την αποστροφή σας για μένα. Μπροστά σας είμαι ένα φριχτό τέρας, όπως και τα παιδιά μου φαίνονται στα δικά σας μάτια απαίσια πλάσματα που λαχταράτε να αφανίσετε από τον κόσμο που θεωρείτε δικό σας. Για μένα, όμως, είναι όμορφα, όπως κάθε μάνα βλέπει όμορφα τα παιδιά της.
Ανέβηκα από το σπίτι μου στις σπηλιές γιατί δεν άντεχα άλλο τον πόνο. Είμαι μεγάλη και κουρασμένη μετά από μια μακριά ζωή. Θα άφηνα μια από τις κόρες μου στη θέση μου για να ξεκουραστώ αλλά δε μπορώ όσο μας πολεμάτε.”
Οι άνθρωποι άκουγαν τις κραυγές και το μουγκρητό της γιγάντιας αράχνης και έψαχναν τρόπο να την σκοτώσουν, όπως και τις άλλες αράχνες που είχαν συναντήσει σ’ αυτόν τον πλανήτη. Την στιγμή που φάνηκε αργή και κουρασμένη της έστειλαν το βόλι που θα την εξόντωνε. Αλλά αντί να την σκοτώσει, την χτύπησε ξώφαλτσα και την έριξε στο βάραθρο. Οι πιο γενναίοι πλησίασαν διστακτικά στην άκρη για να την δουν να σκαρφαλώνει ξανά τα βράχια προς την επιφάνεια. Ήταν πολύ δυνατή για να πεθάνει τόσο εύκολα και ήταν πολύ έξυπνη για να μπει ξανά στο στόχο της μηχανής. Όταν ξαναμίλησε μουγκρίζοντας ενώ συνέχιζε να ανεβαίνει αργά κοιτώντας τους με τα εκατοντάδες μάτια της, κατάλαβαν την απειλή χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και το έβαλαν στα πόδια.
“Μπορεί να υπήρξα ανεκτική μέχρι τώρα αλλά ήρθε η ώρα να αφήσω τα παιδιά μου να δοκιμάσουν πόσο νόστιμη είναι η αφράτη σάρκα σας. Μερικοί από σας φαίνονται εκλεκτός μεζές για τα γούστα μου. Όσοι μείνετε στη γη μου θα πάρετε μέρος στο τσιμπούσι μας σαν κυρίως γεύμα.”
Πίσω της έβγαιναν από τις σπηλιές και την ακολουθούσαν μερικές ακόμα εκατοντάδες από τα παιδιά της με τα σάλια τους να δημιουργούν μικρά ρυάκια στις ρωγμές ανάμεσα στις πέτρες.
Copyright © 2023 Konstantia Karletsa