Όταν ξάπλωσα χθες βράδυ ήθελα να αφήσω πίσω μου μια γεμάτη μέρα και να χουχουλιάσω μέσα στα σκεπάσματα και στην αγκαλιά του Μορφέα. Το μυαλό μου, όμως, είχε άλλη γνώμη και έτρεχε στα συμβάντα της ημέρας που έφυγε και στις υποχρεώσεις της επόμενης. Οι φωνές του νου ήταν τόσες πολλές που δυσκολευόμουν να τις διακρίνω.

Προσπάθησα να χαλαρώσω. Φαντάστηκα ότι ήμουν ξαπλωμένη σε ένα καταπράσινο λιβάδι με τον ήλιο να χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Ήλιο; Όχι, όχι, φεγγάρι. Ήθελα να κοιμηθώ είπαμε. Το ολόγιομο φεγγάρι μου χάιδευε το δέρμα. Οκ, όχι ολόγιομο, γιατί ολόγιομο; Μια λεπτή φέτα. Ή μάλλον δεν έχει φεγγάρι. Είναι σκοτάδι, αγγίζω το απαλό χορτάρι δίπλα μου και μυρίζω το άρωμα των λουλουδιών. Μμμ… ναι! Νιώθω να βουλιάζω μέσα στη γη. Ή, μάλλον, να μείνω πάνω στο χορτάρι καλύτερα. Τι έχω πάθει; Κλείσε τα μάτια και χαλάρωσε σ’ αυτό το ξέφωτο με το άρωμα της λεβάντας και του τριαντάφυλλου.

Κι αν μου ορμήσει καμιά αρκούδα ή με τσιμπήσει κανένα φίδι; Μα τι σκέφτομαι; Αγαπητέ εαυτέ μου τα έχουμε προβλέψει αυτά, δεν υπάρχουν άγρια ζώα εδώ, είσαι εντελώς ασφαλής. Σίγουρα; Χαλάρωσε που να σε πάρει!

Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι. Τι γίνεται; Κοιμήσου, παιδάκι μου! Αύριο έχεις δουλειές… Δε μου ‘ρχεται. Εντάξει, λοιπόν, θα βάλουμε μπρος τα μεγάλα μέσα: θα μετρήσουμε προβατάκια. Χαχα, έχεις πολλή πλάκα. Ξέρεις, είμαι εσύ. Καλά, έχουμε πολλή πλάκα. Θέλεις να πεις ότι θα βλέπω προβατάκια να πηδάν έναν φράχτη και θα τα μετράω; Κάτι τέτοιο. Και θα με πιάσει ο ύπνος; Αν δεν σε πιάσει, θα πάρουμε ένα ζάναξ να ησυχάσουμε. Να καταγραφεί ότι δεν εγγυώμαι τίποτα για απόψε, ο ύπνος δε με θέλει.

Ξάπλωσα και πάλι. Ανάσκελα, τα χέρια στα πλευρά να παρακολουθώ το τελείως αδιάφορο ταβάνι. Αναστέναξα και έκλεισα τα μάτια. Μπροστά μου ένας ξύλινος φράχτης με κάθετα δοκάρια κάθε ενάμισι μέτρο περίπου και δυο οριζόντια που ενώνουν τα κάθετα. Λες να τον βάψω; Όχι, μ’ αρέσει περισσότερο ρουστίκ. Από μακριά έρχονται τα πρόβατα. Είναι στην σειρά το ένα πίσω από το άλλο. Πηδάει το πρώτο προβατάκι, ένα. Δύο, τρία, τέσσερα …δέκα. Το εντέκατο προβατάκι σταματά μπροστά στον φράκτη. Προσπαθεί, ξαναπροσπαθεί, τίποτα. Μου λέει: «Έχω κοντά πόδια, γιατί τον έκανες τόσο ψηλό;» Μα τα άλλα προβατάκια πηδάνε. «Εγώ δε μπορώ.» Και πως θα κοιμηθώ εγώ; Νομίζω πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση, μου λέω. Δικός μου οραματισμός είναι, ότι θέλω κάνω. Φαντάζομαι το χέρι μου σαν χέρι γίγαντα, σηκώνω το προβατάκι και το περνάω πάνω από τον φράχτη στην άλλη πλευρά.

Έντεκα, λοιπόν, δώδεκα… δεκαεπτά. Το δέκατο όγδοο προβατάκι σταματά την σειρά. Έλα, πήδα να προχωρήσουμε, του λέω. Το προβατάκι τίποτα. Γιατί δεν πηδάς; Δεν απαντάει. Σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει. Μη μου πεις ότι φοβάσαι! «Έχω ένα θέμα με τα ύψη.» Μα δεν είναι ψηλός ο φράχτης. «Για μένα είναι.» Που έχω μπλέξει… Κοίτα, καταλαβαίνω ότι κάποιες φορές έχουμε παράλογους φόβους αλλά εδώ είμαστε όλοι μαζί σου. Σου υπόσχομαι ότι δε θα πάθεις τίποτα. «Κι αν χτυπήσω στον φράχτη; Αν σκοντάψω; Αν γλιστρήσω; Αν…; Και είναι ψηλά.» Δε θα πάθεις τίποτα, έλα, μπορείς! Τα προβατάκια από πίσω αρχίζουν να το ενθαρρύνουν «μπορείς», «κάντο», «είμαστε μαζί σου». Δειλά δειλά μια σπίθα άναψε στα μάτια του. «Θα προσπαθήσω να το κάνω.» Το ξέρω ότι μπορείς, του λέω, ενώ σκέφτομαι ότι δεν το φανταζόμουν λίγο πιο πριν ότι θα γινόμουν life coach για πρόβατα. Το προβατάκι κάνει πιο πίσω και ετοιμάζεται. Πάει να τρέξει για να πηδήξει και σταματά. Αναπνέει αργά, παίρνει κουράγιο, τρέχει και πηδά. Με το που τα κατάφερε αρχίζει να χοροπηδά, ενώ τα άλλα φωνάζουν «μπράβο» ενθουσιασμένα. Μπράβο κι από μένα, προβατάκι νούμερο δεκαοκτώ.

Τα προβατάκια αρχίζουν να ξαναπηδούν τον φράχτη. Δεκαεννιά, είκοσι… είκοσι τρία… είκοσι οκτώ. Το εικοστό ένατο προβατάκι είναι πολύ μικρό. Η μαμά του το σπρώχνει ενθαρρυντικά από πίσω αλλά, όσο κι αν προσπαθεί, ο φράχτης είναι πολύ ψηλός γι’ αυτό. Τι θα κάνουμε με σένα; του λέω. Με κοιτάει πονηρά και μου κάνει νόημα να κατέβω. Μου λέει σιγά στο αφτί: «Βλέπεις ότι είμαι παιδάκι. Πως θέλεις να περάσω έναν τέτοιο φράχτη;» Και τι προτείνεις; του ψιθυρίζω, γιατί κατάλαβα ότι κάπου το πήγαινε. «Θυμάσαι εκείνο το πρόβατο με τα κοντά πόδια, που το σήκωσες στον αέρα;» Ναι, αλλά εκείνο ήταν μια εξαίρεση. «Κι εγώ εξαίρεση είμαι.» Οκ, εντάξει, θα το κάνουμε. Σε συμπάθησα, μικρούλη, είπα και γέλασα. «Εχμ, μικρούλα είμαι…», είπε και φωτίστηκε το πρόσωπό της. Καλά. Το χέρι μου σαν χέρι γίγαντα σήκωσε το προβατάκι, που γελούσε και φώναζε «γιούπι» απ’ τη χαρά της, και το άφησε στην άλλη πλευρά του φράχτη. Η μαμά της πήδηξε αμέσως μετά για να τη βρει έχοντας τον αριθμό τριάντα.

Τριάντα ένα, τριάντα δυο, τριάντα οκτώ… σαράντα επτά… Ξαφνικά όλα τα πρόβατα αρχίζουν να τσιρίζουν, να σκορπίζουν ανακατεύοντας την σειρά τους και να απομακρύνονται από τον φράχτη. Καλέ, που πάτε; Ελάτε πίσω. Μέσα στην οχλαγωγία ακούω κάποια να φωνάζουν τον λόγο της αναστάτωσης: «Λύκος, λύκος»… Μόνο αυτό μου ‘λειπε, από που ξεφύτρωσε ο λύκος; Γυρίζω και βλέπω από την άλλη πλευρά των προβάτων έναν μεγάλο γκρίζο λύκο να πλησιάζει αργά κοντά μας. Από που ξεφύτρωσες; του λέω. Εδώ πηδάνε προβατάκια, προσπαθώ να κοιμηθώ. «Όπου υπάρχουν προβατάκια, θα υπάρχει κι ένας λύκος», μου λέει. Αυτά δεν είναι πραγματικά πρόβατα, του λέω. Είναι της φαντασίας μου. «Κι εγώ είμαι τόσο πραγματικός όσο τα πρόβατα.» Αυτά τα φαντάστηκα εγώ. «Κι εμένα εσύ με φαντάστηκες.» Γιατί να σε φανταστώ; «Δεν ξέρω, τον εαυτό σου πρέπει να ρωτήσεις.» Άλλο και πάλι τούτο. «Να ρωτήσω κάτι;» λέει ο λύκος. Τι; «Γιατί δε μπορείς να κοιμηθείς;» Γιατί σκέφτομαι διάφορα και δε με παίρνει ο ύπνος. «Τι σκέφτεσαι;» Προβλήματα στη δουλειά μου, λογαριασμούς, διάφορα. «Α, εσύ έχεις πολλούς λύκους, θα’πρεπε να φέρω και την παρέα μου.» Θέλω μόνο να κοιμηθώ. «Αν δεν ξεπεράσεις, όμως, τους λύκους της ζωής σου, πως θα φύγω κι εγώ; Εσύ μ’ έφερες. Νομίζεις πως έχω όρεξη να σε βλέπω;» Κοίτα, θα κάνουμε μια συμφωνία: εσύ θα φύγεις τώρα κι εγώ θα το ψάξω με τους φόβους μου, όταν ξυπνήσω… αφού κοιμηθώ… ελπίζω, δηλαδή, να κοιμηθώ. Ο λύκος με κοιτά στα μάτια και με πιάνει ρίγος. Έχω την εντύπωση τώρα ότι μοιάζει λίγο με τον προϊστάμενό μου στο γραφείο. Ίσως όντως τον έφερα εγώ όπως κουβαλάω μαζί όλα μου τα προβλήματα. Όταν υπάρχουν πρόβατα, θα υπάρχει κι ένας λύκος… Κι ενώ άρχισα να καταλαβαίνω την ομοιότητά μου με τα πρόβατα, που ακόμα περίμεναν θορυβημένα και ανάστατα, ο λύκος μου λέει: «Θα φύγω αλλά θα ξανάρθω.» Έμεινα να τον βλέπω να γυρίζει και να φεύγει αργά γνωρίζοντας καλά το εκτόπισμα της παρουσίας του.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και σιγά σιγά τα πρόβατα μπήκαν πάλι στην σειρά τους. Μπροστά στεκόταν το πρόβατο αριθμός σαράντα οκτώ. Και ήταν ένα μαύρο πρόβατο. Εμπρός, του λέω, θα πηδήξεις; «Όχι», μου λέει. Γιατί όχι; Έχω μπλέξει άσχημα, σκέφτηκα, μήπως να πάρω εκείνο το ζάναξ; Το μαύρο πρόβατο με κοιτά στα μάτια και χαμογελά. «Γιατί δε θέλω. Δεν είμαι μηχανάκι ούτε τσιράκι κανενός. Δε θέλω να πηδήξω και δε με νοιάζει αν θα κοιμηθείς. Ήρθα να σου πω ότι δεν είναι όλα τα πρόβατα ίδια και κάποια στιγμή οι σκλάβοι θα ξυπνήσουν.» Ωραία, ένα πρόβατο επαναστάτης. Ίσως επειδή είναι μαύρο. Και τι θα κάνουμε τώρα; Θα κοιταζόμαστε; Καταλαβαίνω την επαναστατική σου διάθεση αλλά εγώ δεν έκανα κακό σε κανένα από εσάς. Σας φαντάζομαι γιατί θέλω τη βοήθειά σας. «Και ο τρόπος που μας φέρεστε; Το μαλλί μας; Τη ζωή μας;» Εγώ προσωπικά δεν το κάνω αλλά καταλαβαίνω ότι το είδος μου φέρεται άθλια στο δικό σου. Δεν ξέρω τι να σου πω γιατί συμφωνώ μαζί σου. Το μαύρο πρόβατο κοιτά προβληματισμένο. «Κοίτα, δεν έχω κάτι προσωπικά με σένα αλλά ήρθα εδώ για να διαμαρτυρηθώ. Δε θα πηδήξω αλλά δε θα εμποδίσω και τους άλλους. Εξάλλου για να γίνει κάποια πραγματική αλλαγή αυτοί εδώ πίσω μου πρέπει να ξυπνήσουν. Εγώ την κάνω τώρα, εξάλλου θα ξαναβρεθούμε», είπε και κίνησε να φύγει. Είμαι μαζί σου ξέρεις, του λέω. Γυρνά, με κοιτάζει. «Το ξέρω», μου λέει και φεύγει.

Κοιτάω το επόμενο πρόβατο. Άρα εσύ είσαι το νούμερο σαράντα οκτώ. Το πρόβατο, προς μεγάλη μου χαρά, πηδά τον φράχτη. Σαράντα οκτώ, σαράντα εννιά… πενήντα έξι… εξήντα ένα… Το πρόβατο αριθμός εξήντα δυο πλησίασε αργά κοιτάζοντας τον φράχτη με απόγνωση. Φαινόταν πως δυσκολευόταν ακόμα και να περπατήσει και χωρίς πολλές φιλοσοφίες κατάλαβα ότι ήταν μεγάλο σε ηλικία. Τι θα κάνουμε με σένα, παππούλη; του λέω. «Θέλω να πηδήξω, παιδί μου. Είναι ευγενικός ο σκοπός που είμαστε εδώ αλλά δε με παίρνουν τα πόδια μου.» Μήπως να πάμε στον επόμενο; Δε θέλω να σε κουράσω. «Όχι, όχι… θέλω να συμμετέχω, να βοηθήσω το κοπάδι.» Να σε σηκώσω τότε να σε περάσω στην άλλη πλευρά, όπως κάποιους άλλους πριν; «Αχ, κορίτσι μου, φοβάμαι τα ύψη. Αν με σηκώσεις στον αέρα θα ζαλιστώ και θα με πιάσει τρέμουλο.» Και τότε τι προτείνεις; «Τι λες να ανασηκώσεις λίγο το κάτω ξύλο του φράχτη για να περάσω σκυφτά;» Κουνάω λίγο το ξύλο και όντως μετακινείται. Τη μικρή γιατί την περάσαμε από πάνω, με ρωτάω. Έλα τώρα, δεν είδες τη χαρά που έκανε; Λες και ήταν στο λούνα παρκ. Αναστέναξα. Αυτό το βράδυ ήταν ατέλειωτο και αμφέβαλα πια σοβαρά ότι όλα αυτά με βοηθούσαν σε κάτι. Ο γεράκος με κοίταζε στωικά. Ανασήκωσα το ξύλο και πέρασε από κάτω. «Να ‘σαι καλά», μου λέει. Ευχαριστώ, παππού. Αυτό το πρόβατο δεν ήξερα αν έπρεπε να το μετρήσω αλλά αφού πέρασε στην άλλη πλευρά θεώρησα ότι κέρδισε τον αριθμό εξήντα δυο.

Τα προβατάκια άρχισαν πάλι να πηδάν τον φράχτη. Εξήντα τρία… εβδομήντα οκτώ… ογδόντα ένα, κι εγώ άρχισα να νιώθω το ελαφρύ γλάρωμα πριν το βύθισμα στον ύπνο. Ίσως τελικά να έπιανε όλο αυτό. Μέχρι που άλλο ένα πρόβατο σταμάτησε την σειρά. Γεια σου. Γιατί σταμάτησες, αγαπητό ογδόντα τρία; «Γιατί αναρωτιέμαι… Τι βρίσκεται πίσω από τον φράχτη; Που πάνε όλα τα πρόβατα που πηδάνε στην άλλη πλευρά;» Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όντως δεν ήξερα. Δεν είχα προσέξει καθόλου που πήγαιναν τα πρόβατα μετά τον φράχτη, απλά έφευγαν. Χάνονταν. Κοιτάζω τριγύρω και στη δική μου πλευρά δεν υπήρχε ούτε ένα προβατάκι. Δεν ξέρω, του λέω. «Τότε μήπως να μείνουμε σ’ αυτήν την πλευρά του φράχτη όσο περισσότερο μπορούμε;» Αχ, έλα, δε θα πεθάνεις κιόλας. «Και που το ξέρεις; Η «άλλη πλευρά» δεν σου λέει τίποτα; Ο φράχτης είναι ένα όριο, το περνάμε και χανόμαστε. Ποια είναι η διαφορά με τη δική σου έννοια του θανάτου;» Κόλλησα κοιτώντας το πρόβατο με τις υπαρξιακές ανησυχίες. Ένα δίκιο, όμως, το είχε. Δε μου λες, το ρωτάω, θυμάσαι μήπως από που ήρθατε; Πριν φτάσετε στον φράχτη. Από που ξεκίνησε η σειρά; Το πρόσωπο του πρόβατου πρόδιδε σύγχυση και μετά ανησυχία. «Δε θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι τον εαυτό μου μόνο σαν μέρος αυτής της σειράς. Πιο πριν τίποτα.» Νομίζω, λοιπόν, ότι πάτε, ότι όλοι μας πάμε, εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Ότι ερχόμαστε από τη μία πλευρά και πάμε στην άλλη. «Δυο πόρτες έχει η ζωή», λέει το πρόβατο. Ναι, και μπορεί να μην υπάρχει τίποτα αλλά μπορεί και να υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα που απλά δεν τα θυμόμαστε. «Όπως άλλες ζωές;» Δεν ξέρω κι αυτήν την στιγμή έχω αρχίσει να γλαρώνω και δεν είμαι σε φόρμα για φιλοσοφικές συζητήσεις. Αλλά όλα είναι πιθανά. Ούτως ή άλλως κάποια στιγμή τον πηδάμε τον φράχτη. Είναι εκεί και θα είναι πάντα εκεί για το τελευταίο πήδημα κάθε ζωής, αν υπάρχουν πολλές. «Νομίζω ότι θα ‘θελα να ανακαλύψω τι υπάρχει πέρα από τον φράχτη. Το μόνο που μπορώ να κάνω εδώ είναι να περιμένω στην ουρά. Θα πηδήξω.» Η ίδια συζήτηση, που έκανε εμένα να θέλω κάπως να αποφύγω το δικό μου πήδημα του φράχτη, έδωσε κουράγιο και ενθάρρυνση στο προβατάκι που αποφάσισε να ανακαλύψει το αιώνιο μυστήριο. Το προβατάκι ογδόντα τρία πηδά τον φράχτη και το βλέπω να χάνεται στην άλλη πλευρά του.

«Γενναίο ή ανόητο;» ρωτάει μια φωνή δίπλα μου. Γυρίζω και βλέπω το μαύρο πρόβατο. Δεν ξέρω, θα το ανακαλύψω κι εγώ όταν έρθει η ώρα μάλλον. Εσύ τι γυρεύεις εδώ; «Εγώ αυτούς τους φράχτες τους μασάω και φτύνω και τα κουκούτσια. Δεν ξέρεις τίποτα για μένα αλλά εγώ σε ξέρω απέξω και ανακατωτά», είπε και γέλασε. Πες μου ότι θα μείνεις ένα μυστήριο για μένα, είπα με μισό χαμόγελο. «Προς το παρόν, ναι. Αν θελήσεις να μάθεις, όμως, για το μαύρο σου πρόβατο, γιατί εσύ με έφερες εδώ, μπορούμε να το συζητήσουμε.» Μια πρόκληση. Όχι για τώρα, όμως. Νυστάζω τόσο πολύ, σκέφτηκα. «Όχι για τώρα», είπε το μαύρο πρόβατο σαν να διάβασε την σκέψη μου. Κι ενώ γύρισα να το κοιτάξω, πολλά πράγματα έγιναν ταυτόχρονα. Ένας εκκωφαντικός ήχος από ξύλα που σπάνε ακούστηκε από τον φράχτη και είδα ένα κριάρι να περνά με ορμή γκρεμίζοντας τα πάντα γύρω του. Τα πρόβατα σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ από μακριά ακουγόταν μια καμπάνα. Καμπάνα; Μια περίεργη καμπάνα που έμοιαζε με το ξυπνητήρι μου. Όχιιιιι, τα πρόβατά μου μέσα!, γρύλισα και τινάχτηκα στο κρεβάτι, ενώ άκουγα από μακριά το μαύρο πρόβατο να γελά δυνατά.

Copyright © 2023 Konstantia Karletsa