Η Σοφία άρχισε να μαζεύει τα πράγματά τους πριν ξυπνήσει τη Γεωργία.  Έπρεπε να φύγουν από το πανδοχείο το συντομότερο αν ήθελαν να βρουν μια θέση στο τρένο.  Μια άμαξα ήταν έξω από τις οικονομικές τους δυνατότητες αυτήν την στιγμή.  Έπρεπε να πάνε να συναντήσουν τον άντρα της.  Μετά την ολοσχερή διακοπή των τηλεπικοινωνιών δυο μέρες πριν, επικρατούσε το χάος.  Όλοι φαίνονταν να θέλουν να πάνε στα κεντρικά της περιοχής μήπως και εκεί υπήρχε η δυνατότητα να μάθουν νέα και να μιλήσουν με τους δικούς τους.  Η ίδια, όπως και οι υπόλοιποι, μπορούσε μόνο να ελπίζει.

Η Γεωργία χαμογελούσε στον ύπνο της αλλά δεν υπήρχε χρόνος για όμορφα όνειρα.  Ξύπνησε λίγο άτσαλα ανοιγοκλείνοντας ξαφνιασμένη τα γαλάζια της μάτια, ενώ η μητέρα της την έντυνε για το ταξίδι.  Σε πολύ λίγο έτρεχαν για να προλάβουν την τελευταία στιγμή το μόνο τους μέσο διαφυγής.

Έξω από το τεράστιο κτίριο του Κέντρου Τηλεπικοινωνιών χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν για ώρες κάτι που δεν ερχόταν.  Οι υπεύθυνοι τους είχαν ενημερώσει ότι προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα και πιθανώς η βλάβη να ήταν προσωρινή.  Στην πραγματικότητα και οι ίδιοι δεν είχαν ιδέα τι είχε συμβεί και είχαν αρχίσει να φοβούνται την σπίθα που θα έκανε αυτόν τον όχλο να ορμήσει στο κτίριο.  Ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούσαν φήμες που μιλούσαν για πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση.

Η Σοφία αποφάσισε ότι ήταν επικίνδυνο για μια γυναίκα με ένα δίχρονο παιδάκι να βρίσκεται κοντά σε μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί και απομακρύνθηκαν διακριτικά.  Προσπαθούσε να σκεφτεί που θα μπορούσε να βρίσκεται ο άντρας της και αν είχε καταφέρει καν να έρθει στην πόλη.  Βρήκε, λοιπόν, μια πέτρινη εσοχή στον λόφο απέναντι από όπου μπορούσε να βλέπει τον σταθμό του τρένου που κατηφόριζε ανάμεσα στους αμμόλοφους, αλλά δε μπορούσαν εύκολα να τη δουν, έστρωσε μια μεγάλη πετσέτα και κάθισαν να περιμένουν.  Ο ήλιος κατέβηκε χωρίς μια νέα άφιξη του τρένου.  Άνοιξε ένα διατροφικό κουτί για να φάνε και έβαλε τη Γεωργία να κοιμηθεί στην αγκαλιά της.  Η ίδια τσίμπησε λίγη τροφή αλλά ήταν πολύ κουρασμένη από την ένταση και τα διατροφικά κουτιά τους είχαν μειωθεί αρκετά.  Δεν κατάλαβε πως έκλεισαν τα μάτια της αλλά όταν τινάχτηκε από τον ύπνο ο ήλιος ήταν ψηλά και η ώρα είχε περάσει τις δέκα.  Η Γεωργία έπαιζε γύρω της και η Σοφία ένιωσε ευγνωμοσύνη που φαινόταν ότι δεν τις είχε προσέξει κανείς.  Άνοιξε ένα ακόμα διατροφικό κουτί για πρωινό.

Και τότε τους είδε.  Ορδές ανθρώπων σε άθλια κατάσταση κατέβαιναν από τους αμμόλοφους.  Φαίνονταν να είχαν κάνει με τα πόδια μέσα στην έρημο την τεράστια διαδρομή από την κοντινότερη πόλη, πράγμα απίθανο.  Κάποιοι ήταν οικογένειες με παιδιά φοβερά ταλαιπωρημένοι.  Κάποιοι άλλοι ανάμεσά τους, όμως, περπατούσαν σταθερά με κόκκινα πυρωμένα μάτια και με το σώμα τους σκεπασμένο σε διάφορα σημεία από μια μαυρίλα σαν πίσσα.  Είχε ακούσει για τη “μόλυνση” μέρες πριν τη διακοπή της επικοινωνίας αλλά δεν φανταζόταν ότι θα την έβλεπε από κοντά ούτε ότι θα έμοιαζε έτσι.  Η μαυρίλα, σε άλλους λιγότερη και σε άλλους πιο εκτεταμένη συνέχιζε να εξαπλώνεται στο σώμα.  Το μόνο που ήξερε ήταν ότι επρόκειτο για μια επιδημία που άλλοι απέδιδαν σε αποτυχημένα επιστημονικά πειράματα και άλλοι σε άλλον έναν τρόπο αντίστασης στην κυβέρνηση.  Το δεύτερο της φαινόταν τελείως παράλογο.  Οι άνθρωποι δίπλα στους “μολυσμένους” δεν ήξεραν ακόμα πως να αντιδράσουν.  Από τη μια προσπαθούσαν να κρατήσουν μια απόσταση και από την άλλη δεν ήθελαν να τους προκαλέσουν.

Παρόλες τις ώρες που είχαν περάσει φαινόταν ότι το τρένο δεν είχε έρθει ακόμα.  Εκτός και αν είχε έρθει και είχε φύγει όσο κοιμόταν.  Καθώς ο όχλος των καινουργιοφερμένων πήγαινε προς το κέντρο της πόλης, σκέφτηκε ότι μπορούσε να ρωτήσει στον σταθμό.  Ο υπεύθυνος, ένας κοντόχοντρος ατημέλητος άντρας, την κοίταξε καλά και, αφού την προειδοποίησε ότι ήταν επικίνδυνο να ταξιδεύει μόνη της με ένα μικρό παιδάκι, την πληροφόρησε ότι το τρένο δεν είχε έρθει ακόμα γιατί είχε πάθει βλάβη στον προηγούμενο σταθμό και ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή που δε φαινόταν να ξέρει. 

“Ψέματα”, του φώναξε ένας άντρας που άκουσε την συζήτηση απλωμένος στο παγκάκι δίπλα τους. “Το τρένο δε θα ξανάρθει.  Είμαστε ξεκομμένοι απ’ τον κόσμο και χθες άναψαν τα αίματα στο κέντρο.  Κάτι μεγάλο συμβαίνει και δε μας το λέει κανείς!” 

Ο υπεύθυνος τον αποπήρε λέγοντάς του ότι ήταν μεθυσμένος και ο άντρας έφτυσε χάμω και έφυγε μουρμουρίζοντας.  Η Σοφία προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της νιώθοντας πολύ μόνη και αδύναμη, ενώ η Γεωργία δίπλα της μουρμούριζε ένα παιδικό τραγουδάκι. 

Η κατάσταση φαινόταν πολύ δύσκολη.  Περίμενε ότι μέχρι τώρα θα είχαν βρει τον άντρα της και θα είχαν λυθεί τα προβλήματα.  Η Κυβέρνηση θα τους προστάτευε.  Αντίθετα, δεν είχαν που να μείνουν, τα διατροφικά κουτιά σύντομα θα τελείωναν και, καθώς τίποτε ηλεκτρονικό δεν φαινόταν να λειτουργεί, δε μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις κάρτες της.  Και βρισκόταν στο κέντρο του κυκλώνα, όπου οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί.

Σωριάστηκε στο παγκάκι του έρημου σταθμού.  Δεν είχε κάνει το εβδομαδιαίο εμβόλιο ανοσίας και ένιωθε αδύναμη και τρωτή.  Η Γεωργία ήθελε παιχνίδι, όπως κάθε παιδί που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο των μεγάλων.  Η καρδιά της Σοφίας ήταν παγωμένη και δεν είχε το κουράγιο ούτε να παίξει αλλά ούτε και να αντισταθεί στην απαίτησή της.  Έτσι υπέκυψε.  Έβγαλε ένα μπλοκ ζωγραφικής και τους πολύχρωμους μαρκαδόρους της και άρχισαν δειλά να φτιάχνουν ένα δικό τους χαρούμενο μικρόκοσμο.  Η Γεωργία ενθουσιασμένη άρχισε να στολίζει τα κτίρια με λουλούδια και τους δρόμους με δέντρα.  Η Σοφία άργησε να θυμηθεί που είχε δει η κόρη της τέτοιες εικόνες, που τώρα πια βρίσκονταν στα βιβλία Ιστορίας, μέχρι που ανακάλεσε ευτυχισμένες μνήμες, όπου έβλεπε με τον μπαμπά της dvd με κινούμενα σχέδια παλιάς εποχής.  Χοντροκομμένα δέντρα, πουλάκια και πεταλούδες έπαιζαν το φόντο στις ιστορίες εκείνες που το παιδικό της μυαλό είχε θαυμαστά αποτυπώσει.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν πια δέντρα ούτε ζώα ούτε πεταλούδες.  Βρίσκονταν μόνο σε παλιές ιστορίες και παλιά dvd.  Όταν οι άνθρωποι ξέμεναν από οξυγόνο, οι επιστήμονες έφτιαξαν τεράστιες καλλιέργειες μεταλλαγμένων φυκιών που παρήγαγαν το οξυγόνο που χρειάζονταν.  Και πολύ πριν τελειώσει κάθε φαγώσιμο, έφτιαξαν τα διατροφικά κουτιά, έτοιμα για κατανάλωση κάθε στιγμή.  Υπήρχαν σε διάφορες γεύσεις που θύμιζαν τροφές του παρελθόντος, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι που ο κόσμος έπαψε να θυμάται πως ήταν αυτές οι τροφές και οι εταιρίες παραγωγής έκαναν περικοπές στα έξοδα για τα γευστικά πρόσθετα.  Τώρα είχαν μια ουδέτερη γεύση που δε θύμιζε τίποτε αλλά ήταν αρκετά ευχάριστη για να φαγωθούν όταν την είχες συνηθίσει.  Και οι άνθρωποι την είχαν συνηθίσει.

“Πολύ ωραία ζωγραφιά”, τους είπε ο άντρας με την κουκούλα στο χρώμα της άμμου.  Ψηλός, λεπτός και με εμφάνιση που δύσκολα θα ξεχώριζε σε ένα πλήθος.  Η Σοφία τον ευχαρίστησε προσπαθώντας να καταλάβει τι παράξενο είχε που δε μπορούσε να προσδιορίσει.  Η Γεωργία, από την άλλη, του άπλωσε χαμογελώντας το χέρι σαν να τον ήξερε. 

Από το κέντρο της πόλης ακούγονταν εκρήξεις και αναταραχή.  Άνθρωποι φώναζαν ακατανόητα λόγια, μετά σιωπή και μετά πάλι καινούργιες φωνές και φασαρία.  Η Σοφία ευχόταν να μην ήταν ο άντρα της εκεί.

Ο ψηλός άντρας στεκόταν ακόμα μπροστά τους.  Μήπως έπρεπε να ανησυχεί και γι’ αυτόν;

“Θα μπορούσα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;” είπε.

Ήταν μόνοι τους στον σταθμό οπότε η ερώτηση ακούστηκε παράξενα.  Η Σοφία κρεμάστηκε από μια αμυδρή ελπίδα.  Μήπως ήξερε τον άντρα της και είχε κάποιο μήνυμά του;  Κι εκείνος θα τις έψαχνε.  Ήταν μια σκέψη τραβηγμένη από τα μαλλιά αλλά έγνευσε καταφατικά και ο άντρας τους οδήγησε στην κορυφή του υψώματος που η εσοχή του τις είχε φιλοξενήσει το προηγούμενο βράδυ.  Εκεί πάνω ήταν δύσκολο να τους δουν καθώς δεν έρχονταν πια κόσμος από τους γύρω αμμόλοφους και καθώς οι άνθρωποι από καιρό είχαν πάψει να κοιτάνε ψηλά.

“Τι συμβαίνει, κύριε;  Γνωριζόμαστε;  Σας έστειλε ο άντρας μου;  Που βρίσκεται;  Μιλήστε, σας παρακαλώ!”

Ο άντρας πήρε μια ανάσα σαν να μην ήξερε τι να πρωτοπεί.

“Δε με γνωρίζετε αλλά σας γνωρίζουμε εμείς.  Δε με έστειλε ο άντρας σας και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν έφτασε ποτέ εδώ.  Βρίσκεται σε μια άλλη πόλη, όπου συμβαίνουν παρόμοιες ταραχές.  Στις περισσότερες πόλεις συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν επεισόδια λόγω της κατάστασης.”

“Της κατάστασης;”

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι σαν να μιλούσε για κάτι αυτονόητο.

“Η μόλυνση εξαπλώνεται στον κόσμο, οι επικοινωνίες έχουν σταματήσει, οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε γιατί δε μπορούν να αγοράσουν διατροφικά κουτιά, οι εταιρίες καταρρέουν, μια αλυσίδα από σαμποτάζ σε διάφορα μέρη του πλανήτη κατέστρεψαν μεγάλο μέρος των καλλιεργειών φυκιών και οι επιστήμονες τρέχουν και δε φτάνουν και τα τρία κυβερνητικά προτεκτοράτα του πλανήτη, αντί να κάνουν κάτι, κατηγορούν το ένα το άλλο αποσκοπώντας να αρπάξουν όση περισσότερη εξουσία μπορούν, όπως πάντα.”

“Και πως έγιναν όλα αυτά μαζί ξαφνικά;”

“Η μόλυνση προκλήθηκε σιγά σιγά από την διαβρωτική επίδραση των μεταλλαγμένων τροφών, αυτά που λέτε διατροφικά κουτιά, πάνω στα αδύναμα ανοσοποιητικά συστήματα των ανθρώπων σε συνδυασμό με τα ανέκφραστα συναισθήματα που καταπιέζονται από τα εμβόλια που κάνετε.  Τα σαμποτάζ έγιναν τόσο από επαναστάτες εναντίον των προτεκτοράτων όσο και από τα ίδια τα προτεκτοράτα που προσπαθούν να επέμβουν το ένα στο χώρο εξουσίας του άλλου, νομίζοντας ότι θα ήταν εύκολο να αναδημιουργήσουν τις καλλιέργειες μετά την επίτευξη των σχεδίων τους.  Αλλά η έπαρσή τους δεν τους επέτρεψε να δουν ότι η ζημία δε θα είναι αναστρέψιμη.  Το οξυγόνο κρατά ακόμα αλλά η μείωση του θα αρχίσει να φαίνεται σύντομα.  Οι τηλεπικοινωνίες…”

“Οι τηλεπικοινωνίες;” επανέλαβε.

“Οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι δική μας παρέμβαση. Βρισκόμαστε στην τελευταία πράξη του έργου και η απομάκρυνση των ανθρώπων διευκολύνει τη δουλειά μας.”

Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της αρνούμενη να αποδεχτεί την σωρεία των πληροφοριών που μόλις είχε πάρει.

“Ποιοι είστε, λοιπόν;  Μιλάτε συνέχεια στον πληθυντικό σαν να είστε μέλος σε μια ομάδα που έχει δύναμη και γνώσεις. Πως είναι δυνατόν να ξέρετε για όλα αυτά και πως θα μπορούσατε να σταματήσετε τις επικοινωνίες;”

Ο άντρας κατάλαβε πως είχε έρθει η στιγμή που περίμενε και πως έπρεπε να είναι προσεκτικός με αυτήν τη γυναίκα που πήγαινε να καταρρεύσει.

“Κυρία μου, δε με γνωρίζετε αλλά σας ζητώ να με εμπιστευτείτε για λίγο.  Δε θέλουμε να σας βλάψουμε.  Αν με ακούσετε, μπορώ να σας εξηγήσω τα πάντα.”

Η Σοφία έγνευσε καταφατικά.

“Το όνομά μας δεν έχει καμία σημασία. Πολλοί μας ονόμασαν “Ταξιδευτές” ή οι “Άλλοι” ή διάφορα άλλα ονόματα και αυτοί οι μύθοι υπήρχαν από καιρό γιατί κι εμείς έχουμε πάρα πολλά χρόνια που παρατηρούμε τη Γη και κυκλοφορούμε ανάμεσά σας.  Όταν ένα είδος, όπως ο άνθρωπος, φτάσει να καταστρέψει σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη στον οποίο κατοικεί, είμαστε εκεί για να βοηθήσουμε στην ευκολότερη μετάβαση και αποκατάσταση του πλανήτη.”

“Τι λες;” φώναξε η Σοφία, ξεχνώντας τον πληθυντικό ευγενείας.  “Αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά.  Ποιος είσαι και έχεις το θράσος να παίζεις τέτοια παιχνίδια σε μια απελπισμένη γυναίκα;  Γιατί εξωγήινοι δεν υπάρχουν και το “φυσικό” περιβάλλον που καταστρέψαμε ήταν επικίνδυνο για τη ζωή μας.  Όλοι το ξέρουν αυτό.  Από το σχολείο μαθαίνουμε για τα τερατώδη ζώα που υπήρχαν πριν τους ανθρώπους.”

Ο άντρας αναστέναξε.  Περίμενε αυτήν την αντίδραση αλλά όσες φορές και να είχε κάνει αυτήν την συζήτηση στο παρελθόν, πάντα ήλπιζε σε κάτι καλύτερο.  Σήκωσε το δεξί του χέρι και μια λευκή ενέργεια έφυγε από τα δάκτυλά του για να δημιουργήσει μια δίνη στον αέρα.  Όταν ξεκαθάρισε, ήταν ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο που έκανε τη Γεωργία να χοροπηδήσει χτυπώντας παλαμάκια.  Η Σοφία έμεινε αποσβολωμένη μην πιστεύοντας αυτό που μόλις είχε συμβεί.  Μπορούσε να δει καθαρά καταπράσινα βουνά με δέντρα γεμάτα καρπούς, μικρά ποταμάκια να κελαρύζουν γεμάτα ψάρια που πηδούσαν έξω από το νερό, λουλούδια πολλά λουλούδια σε χρώματα που δε μπορούσε να αναγνωρίσει γιατί δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της, μικρά και μεγαλύτερα ζώα που πηδούσαν στα δέντρα ή έτρωγαν το χορτάρι, πουλιά που γέμιζαν μελωδίες το δάσος και πολλές πολύχρωμες πεταλούδες.  Οι μυρωδιές από τα λουλούδια έφταναν μέχρι την παράξενη παρέα στην κορυφή του λόφου.  Η πολλή ομορφιά τη γονάτισε.  Δε μπορούσε να φανταστεί ότι η ανθρώπινη τεχνολογία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο.  Ήταν δυνατόν να μην ήταν ανθρώπινη, λοιπόν;  Έβαλε τα κλάματα σα μικρό παιδί αναγνωρίζοντας ότι δεν είχε ζήσει πραγματικά ούτε μια μέρα από τη ζωή της.  Μια κοκκινοκίτρινη πεταλούδα πέρασε τη δίνη και πέταξε γύρω από τη Γεωργία, που την κυνήγησε γελώντας ξέφρενα, πριν επιστρέψει στον κόσμο της.

“Οι κυβερνήσεις σας δίδαξαν αυτά που τις συνέφεραν.  Για εκατοντάδες γενιές οι άνθρωποι έζησαν μαζί με τα ζώα μέχρι που έγιναν άπληστοι.  Ο ίδιος ο πλανήτης είναι ένα ζωντανό πλάσμα που υποφέρει αβάσταχτα λόγω του ανθρώπου.  Όλα τα άλλα πλάσματα που έχουν εξοντωθεί είχαν επίσης δικαίωμα στη ζωή.  Εδώ και καιρό, η ανισορροπία που προκαλέσατε δεν είναι πια αναστρέψιμη.”

Η Σοφία καθόταν στην άμμο σαν μαριονέτα που της είχαν κόψει τα σχοινιά.  Όλα όσα ήξερε ήταν λάθος.  Όλα όσα πίστευε τα είχε αποδεχτεί χωρίς αντίσταση “γιατί έτσι ήταν”.  Και τώρα αυτός ο άντρας ή ότι άλλο ήταν της ζητούσε να ανοίξει μια πόρτα στην καρδιά της που ήταν πάντα και εξ ορισμού κλειδωμένη.

“Ακόμα και αν είναι έτσι, γιατί τα λες όλα αυτά σε μένα;  Τόσοι άνθρωποι υπάρχουν, γιατί εγώ;  Και γιατί μοιάζεις τόσο πολύ με άνθρωπο, που να σε πάρει η οργή;” του είπε με θυμό.

“Δεν είμαι μόνος μου.  Στο τέλος κάθε εποχής γίνεται μια προσεκτική επιλογή για τους σπόρους της ανθρωπότητας που θα κατοικήσει τη Γη όταν θα γίνει και πάλι ένας παράδεισος.  Γιατί οι άνθρωποι είναι ο νους της Γης και χρειάζονται επίσης.  Αυτήν την στιγμή πολλοί άλλοι σαν εμένα κάνουν την ίδια συζήτηση σε διάφορα μέρη του πλανήτη.  Στην πραγματικότητα, βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, δεν απευθύνομαι σε σένα…”

“Μα είμαστε μόνοι…!”, ψιθύρισε.  Και τότε κατάλαβε την αλήθεια και η καρδιά της βούλιαξε. 

“Η Γεωργία δεν κάνει τα εμβόλια, σωστά;” περισσότερο δήλωσε παρά ρώτησε ο άντρας.

“Όχι, δεν τα κάνει”, είπε σιγανά η Σοφία σχεδόν με ντροπή.  Και συνέχισε για να δικαιολογηθεί.  “Ο άντρας μου δεν ήθελε.  Πιστεύει ότι είναι πολύ μικρή ακόμα και δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση”.  Με το δίκιο του, σκέφτηκε τώρα.

“Γι’ αυτό εκφράζεται τόσο άμεσα και αυθόρμητα”, είπε ο άντρας.  “Η ενέργειά της είναι δυνατή και καθαρή.  Είναι ένας από τους λόγους που επιλέχθηκε για να σωθεί.”

“Κι εγώ με τον άντρα μου;”

“Δυστυχώς είστε μεγάλοι με παγιωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις.  Ο ερχομός σας θα κατέστρεφε την αποστολή.”

Η Σοφία σηκώθηκε συνεχίζοντας να κοιτά χωρίς να βλέπει προς τη μεριά της δίνης που είχε χαθεί.  Μόλις την προηγούμενη μέρα είχε έρθει σ’ αυτήν την πόλη για να ενώσει την οικογένειά της και να δει τα σύννεφα του κόσμου της να διαλύονται.  Ήθελε τόσο να συνεχίσει κανονικά τη ζωή της…  Όχι, δεν το ήθελε.  Ήξερε πότε έλεγε ψέματα.  Μετά από όλα όσα είχε μάθει, η ζωή της φαινόταν πολύ φτωχή και ανούσια.  Ακόμα και αν όλα γίνονταν ξαφνικά όπως πριν, αυτή ένιωθε πως μέσα της είχε με κάποιο τρόπο αλλάξει.  Πολλά είχε δεχτεί πολύ εύκολα από μιμητισμό, συνήθεια, επειδή δεν ήξερε κάτι άλλο…  Αλλά η κόρη της είχε κάθε δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή από αυτήν.  Όλα όσα έλεγε αυτός ο άντρας ήταν λογικά και είχαν νόημα.  Κι όταν θα έφευγε η Γεωργία για να φτιάξει τον επόμενο καλύτερο κόσμο, τι θα γινόταν αυτή;  Ήθελε απλά να χαθεί, να διαλυθεί μέσα στον αέρα για να μην πονά όταν θα έπαυε να τη βλέπει και να ακούει το γέλιο της.  Ο άντρας καταλαβαίνοντας την εσωτερική της διαμάχη, έβαλε το αριστερό του χέρι στον ώμο της.  Αμέσως, μια ηρεμία τη διαπέρασε και ο νους της άρχισε να καθαρίζει.  Γύρισε να τον κοιτάξει με προσοχή σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. 

Μετά γύρισε στη Γεωργία που καθόταν κάτω και τους παρατηρούσε σαν να καταλάβαινε ότι μιλούσαν γι’ αυτήν. 

“Αγάπη μου”, της είπε.  “Ο κύριος θέλει να σε πάει να μείνεις στο όμορφο μέρος με τα λουλούδια και τις πεταλούδες.”

Η Γεωργία γέλασε και χτύπησε παλαμάκια επικροτώντας αυτό που είχε ακούσει.

“Αλλά εμείς με τον μπαμπά δε θα μπορέσουμε να ‘ρθούμε.  Μπορεί μετά αλλά όχι γρήγορα.  Θα’χεις, όμως, πολλούς φίλους για να παίζετε όλη μέρα.”

“Θα ‘ρθείτε, όμως, μετά;” είπε και σκοτείνιασε το προσωπάκι της.

“Όλα θα πάνε καλά”, τη διαβεβαίωσε και την αγκάλιασε με θέρμη.      

Όταν η προσοχή της Γεωργίας στράφηκε σε ένα νέο παιχνίδι, όπου στήριζε πετραδάκια το ένα πάνω στο άλλο και έκανε χαρές όταν ο σωρός έπεφτε, η Σοφία ξαναγύρισε στον άντρα.

“Οφείλω να πω ότι με εντυπωσίασες,” είπε εκείνος.  “Συνήθως οι άνθρωποι αντιδρούν άσχημα όταν μαθαίνουν τον πραγματικό λόγο που τους προσεγγίζουμε.”

“Δεν είναι τόσο απλό.  Θέλω να είμαι σίγουρη ότι όλα όσα μου έδειξες είναι αληθινά και δεν πρόκειται για κάποια κρυμμένη αλλά πολύ ανεπτυγμένη ανθρώπινη τεχνολογία.  Είναι το παιδί μου.  Την αγαπώ πάνω από τη ζωή μου.  Την αποχωρίζομαι για να επιβιώσει.  Θέλω, λοιπόν, κάτι από σένα.  Μια απόδειξη.  Θέλω να μου δείξεις την πραγματική σου μορφή.”

Ο άντρας στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος και μετά κούνησε καταφατικά το κεφάλι.  Φυσικά καταλάβαινε.  Τίναξε την κουκούλα του που έπεσε στην άμμο.  Το πρόσωπό του έγινε θαμπό, τα χαρακτηριστικά του χάθηκαν.  Τα υπόλοιπα ρούχα έπεσαν κι αυτά καθώς δεν είχαν κάποιο στέρεο σώμα να καλύψουν.  Αυτό που έμεινε μπροστά της ήταν μια λεπτή αλλού ημιδιάφανη και αλλού πιο πυκνή γαλάζια ενέργεια που απλωνόταν χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο.  Ένα πλάσμα από καθαρή ενέργεια που μπορούσε να δημιουργεί χαρακτηριστικά και να τα διαλύει κατά βούληση.  Και οι δυο έμειναν αποσβολωμένες να τον κοιτούν.  Η Γεωργία σηκώθηκε με τα χέρια της απλωμένα προς τον Ταξιδιώτη.  Η Σοφία την αγκάλιασε σφιχτά μια γεμάτη αγκαλιά και, ενώ ήθελε πολύ να την σταματήσει, την άφησε να προχωρήσει προς το μέρος του.  Ο Ταξιδιώτης κοίταξε την Σοφία με τα γαλάζια του μάτια, αναπαράγοντας τα βασικά χαρακτηριστικά του προσώπου που αυτή ήξερε, και έφτιαξε χέρια για να τυλίξει τη Γεωργία στην αγκαλιά του δημιουργώντας ένα προστατευτικό ενεργειακό πεδίο.  Η υπενθύμιση της μικρής οικειότητας που ένιωθε ήδη η Σοφία για τον Ταξιδιώτη βλέποντας το πρόσωπό του, τη βοήθησε να νιώσει καλύτερα.  Είχε έρθει η ώρα.  Η Γεωργία δε φοβόταν και φαινόταν πολύ άνετα στην αγκαλιά ενός πλάσματος που η μαμά της ποτέ δεν πίστευε ότι υπήρχε. 

“Ευχαριστώ”, ψέλλισε η Σοφία στο πλάσμα.

“Σ’ αγαπάω, μανούλα”, είπε η Γεωργία.

“Κι εγώ σ’ αγαπάω”, είπε ξέπνοα εκείνη.

Ενώ η μικρή τη χαιρετούσε με τα ροδαλά της χεράκια που ήδη λαχταρούσε να αγγίξει, ο Ταξιδιώτης με το παιδί τινάχτηκαν προς τα πάνω με μεγάλη ταχύτητα σα μια γαλάζια σφαίρα.  Δεν ήξερε λεπτομέρειες για το που πήγαιναν.  Δε χρειαζόταν να ξέρει.  Έμεινε μόνη δίπλα στην τσάντα με τα πράγματά τους.  Άνοιξε το μπλοκ ζωγραφικής και ήξερε ότι είχε πράξει σωστά.  Αυτός ο κόσμος τελείωνε.  Δεν είχε, λοιπόν, τίποτε να χάσει.  Κατέβηκε με μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση προς το κέντρο της πόλης.  Ίσως υπήρχαν κάποια πράγματα που μπορούσε να κάνει ή να πει.  Και ήταν έτοιμη γι’ αυτά.

 

Copyright © 2023 Konstantia Karletsa