Καθόταν στην παλιά ξύλινη καρέκλα χαμένος στις σκέψεις του. Έγειρε προς τα πίσω κοιτάζοντας τις σκιές που δημιουργούσε το αχνό φως της λάμπας στο ταβάνι. Στα δεξιά ένα παλιό μονό κρεβάτι με βρώμικα σεντόνια ήταν κολλημένο στη γωνιά του ξεφτισμένου τοίχου. Ήταν ακόμα μέρα αλλά το φως του ήλιου κλεφτά μόνο διαπερνούσε τα μισόκλειστα ξύλινα παντζούρια, που εκνευριστικά και βαριεστημένα χτυπούσαν με κάθε φύσημα του ανέμου.
Ο άντρας τράβηξε ασυναίσθητα μια βαθιά ρουφηξιά. Η στάχτη έπεσε στο καρό πουκάμισο και την τίναξε μηχανικά. Άφησε το τσιγάρο στο γεμάτο μεταλλικό τασάκι και πήρε στα χέρια του το μαραφέτι. Ήταν μικρό αλλά η μαύρη του κάννη μπορούσε να κάνει τη δουλειά και αυτό είχε σημασία. Μια γκριμάτσα χαμόγελου πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό του για να χαθεί στον ήχο των βιαστικών βημάτων στην σκάλα.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και φάνησε ο Τζόνι. Το μένος του θύμισε στον άντρα τα νιάτα του, όταν παθιαζόταν κι αυτός πριν κατασταλάξει με τα χρόνια στο δικό του προσωπικό βούρκο.
“Τέρμα τα παιχνίδια, Μίλτο! Σ’ εμπιστεύτηκα και μου την έστησες. Εγώ ήμουν εντάξει μαζί σου.”
“Εύκολα βγάζεις συμπεράσματα, Τζόνι, και αυτό δεν είναι καλό σ’ αυτή τη δουλειά.”
“Αρνείσαι ότι πήρες και το δικό μου μερτικό από την μπίζνα;”
“Αν δε μπορείς να ξεχωρίζεις τον φίλο απ’ τον εχθρό δε θα κρατήσεις πολύ…”
“Με απειλείς;”
“Σε προειδοποιώ… Ο Μπάμπης πρόδωσε και τους δυό μας. Αν είχα τα λεφτά θα ήμουν ακόμα εδώ να με τσακώσουν οι μπάτσοι;”
Μια σιωπή που κράτησε μερικά καρδιοχτύπια απλώθηκε ανάμεσά τους. Την έσπασε ο Μίλτος προτείνοντας το περίστροφο στον Τζόνι.
“Πάρε, εγώ δε φοβάμαι γιατί δεν έχω να κρύψω τίποτα…”
Ο Τζόνι σάστισε κοιτάζοντας μία το όπλο και μία τον άντρα που φαινόταν γερασμένος στο μισοσκόταδο. Έφυγε μηχανικά σαν να κατεύθυνε μια άλλη δύναμη τα βήματά του που χάθηκαν αργά σα θαμπές αναμνήσεις.
Ο Μίλτος άναψε καινούργιο τσιγάρο από την κάφτρα του παλιού. Ήξερε ότι τον είχε στείλει στο στόμα του λύκου. Ό,τι και να γίνει, εγώ θα έχω έναν εχθρό λιγότερο, σκέφτηκε και ξέσπασε ξαφνικά σε ένα ακατάσχετο γέλιο.
Η σφαίρα γλύστρισε κατευθείαν στην καρδιά. Ξαφνιασμένος τινάχτηκε σα για να την αντιμετωπίσει. Το σώμα σφάδασε προσπαθώντας να απορροφήσει αυτό που είχε συμβεί και το τσιγάρο πετάχθηκε από το χέρι, έκανε μια καμπύλη ανάμεσα στα αιωρούμενα σωματίδια της σκόνης και έπεσε μπροστά στα πόδια του Τζόνι που το έσβησε με τη μύτη του παπουτσιού.
“Δεν ήταν η πρώτη μου δουλειά και δεν είσαι το πρώτο κάθαρμα που καθαρίζω, «φίλε»!”, σιγοψιθύρισε στο σώμα με τα γουρλωμένα μάτια που κείτονταν απλωμένο στη ξεχαρβαλωμένη καρέκλα.
Copyright © 2023 Konstantia Karletsa