Καθόταν σταυροπόδι στην άμμο ενώ το κύμα της έγλυφε τα πόδια. Ανάσανε βαθιά την αλμύρα του ανέμου που τίναζε και μπέρδευε τα μαλλιά της. Ένιωθε ελεύθερη και άυλη σαν τα σύννεφα και μια άγρια χαρά τραγουδούσε στην καρδιά της.
Όταν το πλάσμα αναδύθηκε από το νερό ακριβώς μπροστά της, η Ράινα ήταν σαν να το περίμενε. Το πάνω μισό του ήταν ένας άντρας με φαρδιούς ώμους και σμαραγδένια μάτια. Τα μυτερά αυτιά, το μακρύ του πρόσωπο και το γεμάτο γυαλιστερά λέπια στέρνο είχαν ένα χρώμα ανάμεσα στης ελιάς και στης θάλασσας όταν την χτυπά ο ήλιος το μεσημέρι. Πιο κάτω τα λέπια συνεχίζονταν χωρίς να ξέρει αν κατέληγαν σε ουρά ψαριού ή φιδιού.
Το πλάσμα άπλωσε το χέρι και όλο το σώμα της ήθελε να τρέξει κοντά του. Έκανε να σηκωθεί και το χέρι της άγγιξε κάτι. Ένας καθρέφτης. Πως βρέθηκε εκεί ένας καθρέφτης; Κάτι κινήθηκε μέσα της και την έκανε να στρέψει να δει την αντανάκλασή της. Η ηχώ της κραυγής της πάλλονταν μέσα στο κεφάλι της.
Ανασηκώθηκε λαχανιασμένη στο κρεβάτι τρέμοντας. Ξέπλυνε το πρόσωπο με κρύο νερό για να βγει τελείως από το όνειρο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Από τότε που είχαν αρχίσει τα όνειρα, δεν πήγαινε πια σε κείνη την παραλία. Αλλά είχαν πυκνώσει και έπρεπε να κάνει κάτι. Φοβόταν και δεν της άρεσε που φοβόταν. Έπρεπε να ελευθερωθεί από αυτήν την ηλίθια ιδέα ότι θα συναντούσε το πλάσμα. Στην αληθινή ζωή δε γίνονται τέτοια πράγματα.
Αποφάσισε να το κάνει. Δεν θα το έλεγε σε κανέναν. Δε χρειαζόταν να δώσει περισσότερες αφορμές για καζούρα στην παρέα που τη θεωρούσαν ήδη φαντασιόπληκτη. Με την καρδιά στο στόμα και έναν φόβο που θεωρούσε γελοίο πλησίασε στο σημείο συνάντησης του ονείρου. Ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά της. Μετά από μερικά λεπτά και αφού είχε πείσει τον εαυτό της πως άξιζε κάθε μια από τις κοροϊδίες των φίλων της και, φυσικά, τίποτε δε θα γινόταν, έστρεψε να φύγει.
Ξαφνικά έμεινε ακίνητη. Ένιωσε μια παρουσία και άκουσε τον παφλασμό του νερού καθώς κάτι αναδυόταν πίσω της. Δεν ήθελε να γυρίσει. Ήταν μόνο η φαντασία της. Δεν το ‘θελε αλλά γύρισε αργά προς το πλάσμα με τα σμαραγδένια μάτια. Της άπλωσε το χέρι και όλο το είναι της ήθελε να τρέξει κοντά του. Ήταν τρελή. Φύγε, της είπε η φωνή της λογικής. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν.
Η Ράινα προχώρησε. Άγγιξε το χέρι του και μια ηλεκτρική εκκένωση τη διαπέρασε. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ολόκληρη και γεμάτη. Μέσα στο μυαλό της ενώνονταν τα κομμάτια ενός παζλ. Ο ναυτικός πατέρας της που τους εγκατέλειψε, η αδυναμία της μάνας της στα αδέλφια της και ο τρόπος που την κρατούσε μακριά από τη θάλασσα, τα όνειρα… Μικρές λεπτομέρειες έρχονταν να ενωθούν με τα άλλα κομμάτια. Ένας μικρός πανικός έσκαβε για να καθίσει στην καρδιά της όταν το πλάσμα της χαμογέλασε και την τράβηξε στο νερό. Η Ράινα αντιστάθηκε γιατί ήξερε πως δε θα μπορούσε να αναπνεύσει αλλά το καθησυχαστικό βλέμμα του την έπεισε για μια ακόμα τρέλα. Καθώς την παρέσυρε όλο και πιο βαθιά στο νερό, άρχισε να παρατηρεί τα μικρά ψάρια που δεν έφευγαν μακριά της τις ανεμώνες και τις σπηλιές που σχημάτιζε ο βυθός.
Ξαφνικά κατάλαβε πως κάτι περίεργο είχε συμβεί. Είχε αρκετή ώρα που ακολουθούσε το πλάσμα και δεν είχε συμπτώματα πνιγμού. Ανακάλυψε με τρόμο ότι ανέπνεε στο νερό. Τον τράβηξε πίσω και είδε τις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα της. Η κραυγή της βγήκε αλλιώτικη, στριγκή και ταυτόχρονα τραγουδιστή. “Μη φοβάσαι, κόρη μου”, είπε το πλάσμα. “Γύρισες, επιτέλους, σπίτι”. Η φωνή του διαχέονταν μέσα στο νερό. Έφευγε και επέστρεφε όπως τα ρεύματα του βυθού. “Τι μου έκανες; Τι είμαι;”, ψέλλισε. Μηχανικά τον άφησε να την οδηγήσει μέσα σ’ ένα σκοτεινό βάραθρο ενώ έτρεμε από το φόβο της. Οι σκέψεις ήταν τόσο πολλές που καμιά δεν έφτανε στην επιφάνεια του νου.
Καθώς κατέβαιναν μέσα στο σκοτάδι μικρά φώτα άρχισαν να αχνοφαίνονται μακριά. Λαμπερά πετρώματα και κολώνες φτιαγμένες από καθρέφτη αντανακλούσαν το φως πηγών που προχωρούσαν ακόμα πιο βαθιά σε αχανείς ψηλοτάβανες σπηλιές. Άλλα πλάσματα σαν μακριές πρασινωπές σκιές γλιστρούσαν στο νερό μπαίνοντας ή βγαίνοντας από αυτές. Η Ράινα κοίταξε κλεφτά σε έναν από τους καθρέφτες και είδε την αντανάκλαση του καθρέφτη του ονείρου. Ήταν κι αυτή ένα τέρας σαν τους άλλους. Το μακρουλό της κεφάλι στεκόταν πάνω σε ένα σώμα που άλλαζε. Διπλώθηκε στα δυο και έκλαψε.
Τινάχτηκε απότομα στο κρεβάτι και έμεινε εντελώς ξύπνια κοιτώντας το ταβάνι με απόγνωση.
“Πάλι το όνειρο;” ρώτησε ο άντρας της.
“Ναι”.
Πήγε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κοίταξε τα χέρια της. Λεπτές αδιόρατες ενέργειες σαν μεμβράνες υφαίνοντας ανάμεσα στα δάχτυλα και μετά διαλύονταν. Δε μπορούσε να μιλήσει στον άντρα της και δε μπορούσε να δεχτεί την κληρονομιά της. Όχι τώρα πια που είχε δυο παιδιά που την έδεναν με την επιφάνεια.
Copyright © 2023 Konstantia Karletsa