– ΟΧΙ, είπε η μεσίτρια.  Κύριε Βασιλειάδη, δεν έπρεπε να πατήσετε αυτό το κουμπί.  Αυτό, όπως σας εξήγησα, είναι το panic room της έπαυλης.  Πρέπει να καλέσω να μας βγάλουν.

Η μεσίτρια, μια νεαρή γυναίκα με ατσαλάκωτο μονόχρωμο ταγιέρ και κοκάλινα γυαλιά, έβγαλε βιαστικά το κινητό της και, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ταραχή της, εξήγησε την κατάσταση στο Κέντρο.

– Σας παρακαλώ να έρθετε το συντομότερο.  Σας περιμένουμε.

Κοίταξε με επαγγελματική συγκατάβαση τον υποψήφιο πελάτη της, έναν καλοστεκούμενο άντρα γύρω στα σαράντα.  Αν κατάφερνε να του πουλήσει το σπίτι, θα μπορούσε να καλύψει αρκετές τρύπες που την άγχωναν το τελευταίο διάστημα.  Ήταν ένα διώροφο παλιό αρχοντικό που είχε πρόσφατα ανακαινιστεί και το panic room ήταν μια νέα προσθήκη.  Πήγε να του το δείξει σχεδόν με περηφάνεια όταν εκείνος πάτησε το κόκκινο κουμπί.  

– Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι συνέβη; ρώτησε ο άντρας.

– Έχουμε αποκλειστεί στο δωμάτιο μέχρι να μας απεγκλωβίσουν.  Μην ανησυχείτε, όμως, έχω ειδοποιήσει.  Όπως μπορείτε να δείτε, πρόκειται για έναν ενιαίο χώρο με μια μικρή τουαλέτα, προμήθειες και τις βασικές ανέσεις για παραμονή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Η μεσίτρια περιέγραψε το χώρο δείχνοντας κάθε λεπτομέρεια που θεωρούσε ότι μπορεί να άρεσε στον αγοραστή.  Αυτός φαινόταν να ενδιαφέρεται, όμως, περισσότερο για την ίδια.

– Είσαστε πάντα τόσο επαγγελματίας;  Δεν σας ενοχλεί που έχουμε, όπως είπατε, αποκλειστεί εδώ μέσα;

– Είναι η δουλειά μου, κύριε Βασιλειάδη.  Και είναι ένας χώρος που μπορεί να σώσει την ζωή του ιδιοκτήτη του.

– Εγώ, αν ήμουν μια νέα και όμορφη γυναίκα κλεισμένη σε ένα μικρό δωμάτιο με έναν άντρα ίσως να έβλεπα αλλιώς την κατάσταση.

– Πως δηλαδή;

– Σα μια μικρή περιπέτεια.  Ίσως η μοίρα να μας έκλεισε εδώ για κάποιο λόγο.

– Εσείς πατήσατε το κουμπί αποκλεισμού.

– Η μοίρα πάντα χρησιμοποιεί κάποιον για να κάνει τη δουλειά της.

Ο άντρας την πλησίασε με ένα αμυδρό χαμόγελο ενώ τα γαλάζια του μάτια έμοιαζαν με παλλόμενες θάλασσες.  Η μεσίτρια γύρισε το κεφάλι για να αποφύγει το βλέμμα.  Ήταν σίγουρη ότι τα μάτια του ήταν καστανά και όχι γαλάζια.  Επίσης, ότι η ζαλάδα μπορεί να είχε σχέση με κλειστοφοβία, κάτι που δεν της είχε ξανασυμβεί.  

– Νομίζω ότι παρεξηγήσατε την συμπεριφορά μου.  Δεν σας έδωσα τέτοιο δικαίωμα, είπε η γυναίκα βλέποντας τις κόρες να γίνονται σχισμές και το πρόσωπό του να μακραίνει και να σκουραίνει.

Ο άντρας γέλασε βλέποντάς την να χάνει το χρώμα της.  Η μακριά διχαλωτή του γλώσσα ξεδιπλώθηκε και άγγιξε ελαφρά το πηγούνι της.

– Επίτηδες το έκανες, ψέλλισε καθώς άσπριζε ο κόσμος γύρω της.

– Χρειάζομαι μητέρες για τα παιδιά μου, άκουσε τη φωνή του από μακριά.

Είχαν έρθει οι διασώστες όταν άρχισε να συνέρχεται.  Ήταν ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι απέναντι από την πόρτα και ο κύριος Βασιλειάδης τους εξηγούσε πως είχε λιποθυμήσει από κλειστοφοβία.  Ήταν τόσο ανθρώπινος που η μεσίτρια θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτό που συνέβη αν δεν το είχε ζήσει.

– Τι είσαι; τον ρώτησε κοιτώντας τα καστανά του μάτια, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να φάει κάτι πολύ πολύ γλυκό.

 

 

Copyright © 2025 Konstantia Karletsa