Η Ζεφίς κοίταξε στη χούφτα της τον μικρό ανεμοστρόβιλο που είχε μόλις υλοποιήσει. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ξετρελαμένη με τη δύναμή της, που πολύ πρόσφατα απέκτησε, αλλά ο κρύος άνεμος της πάγωνε την καρδιά. Θα προτιμούσε να μπορεί να φτιάξει φλόγες που θα χόρευαν στην παλάμη της γεμίζοντάς την φως και ζεστασιά. Ήταν σίγουρη ότι οι μάγοι άλλων περιοχών μπορούσαν να το κάνουν και ζήλευε την τύχη τους.

Η Μπάμπα Γκοντάρ είχε φυσήσει μέσα της τη μαγεία μετά από τις πολύμηνες παραδοσιακές δοκιμασίες στο δάσος της Ομίχλης και στον ποταμό Αχέρ που έριχνε βίαια τα παγωμένα του νερά στους καταρράκτες πριν συναντήσει τη θάλασσα. Κορίτσι ανάμεσα σε δυο αδέλφια ποτέ δε θα παραδεχόταν ότι υπήρξε στιγμή που φοβήθηκε. Και αν κάποιος υπονοούσε κάτι τέτοιο, θα το πλήρωνε ακριβά.

Τελείωσε γρήγορα με την ρουτίνα των πρωινών της καθηκόντων στο σπίτι και βγήκε στην αυλή. Αφού τσαλαβούτησε κολυμπώντας μέσα στις γκρίζες γαλότσες του Σέρζη ταΐζοντας τα ζωντανά, πλύθηκε στο κρύο νερό της ποτίστρας και ξεκίνησε για το δάσος. 

Όσο δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τους γονείς της, που την ήθελαν αγόρι όπως τα αδέλφια της, τόσο ένιωθε κοντά στη μπάμπα Γιέλα. Η γιαγιά της τάιζε ήδη τα ελάφια που έτρωγαν από τα χέρια της. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει από νωρίς και γέμιζαν σε παλλόμενα κύματα το δάσος με τιτιβίσματα.  Φαίνονταν όλα τόσο ακίνδυνα τη μέρα, αλλά η Ζεφίς ήξερε καλύτερα τι συνέβαινε όταν έπεφτε το σκοτάδι μιας και βρίσκονταν στις απαρχές του μεγάλου δάσους της Ομίχλης που απλωνόταν απέραντο προς το βορά.

“Καλώς την, είχες μέρες να με επισκεφτείς”, της είπε η μπάμπα.

“Ένιωσα ότι ήθελα να σε δω…”

“Η καρδιά σου είναι βαριά, Ζεφίς. Τι σε βασανίζει;”

“Δεν ξέρω, μπάμπα. Πραγματικά δεν ξέρω.  Απλά ήθελα να σε δω.”

“Έλα, βοήθησέ με να χτενίσουμε τον Άλι και την Φρούα. Πάρε το σκαμνάκι σου”, της είπε με ένα περιπαιχτικό χαμόγελο.

Η Ζεφίς ανέβηκε στο σκαμνάκι για να φτάσει τη Φρούα και άρχισε να ξεμπερδεύει τους κόμπους στις τρίχες της. Τα ελάφια έπρεπε να είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για να επιλεγούν για τους ετήσιους αγώνες της Απούτ και να φέρουν έσοδα στο σπίτι. Να είναι γρήγορα αλλά και όμορφα. Ο ίδιος ο βασιλιάς διάλεγε το καλύτερο κάθε χρόνο, κάτι που θεωρούνταν τιμή αλλά η Ζεφίς ήξερε ότι η μπάμπα δεν ήθελε να αποχωριστεί κανένα τους.

Όταν είδε τον ήλιο να έχει ψηλώσει αρκετά, ήξερε ότι ήταν η ώρα να φύγει αν ήθελε να προλάβει.  Μουρμούρισε μια δικαιολογία στη μπάμπα, που μετά από καιρό την αγκάλιασε σφιχτά, και έφυγε για το χωριό. Μετά, όταν είχε απομακρυνθεί, έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Οι γάμπες της άρχισαν να καίγονται από την πίεση καθώς έτρεχε κατηφορίζοντας το ακατέργαστο σκληρό χώμα των μοναχικών μονοπατιών που είχε ανακαλύψει για να κόβει δρόμο. Πίστευε ότι ο παππούς της ήταν εκεί γιατί της είχε πει ότι σήμερα θα έρχονταν καράβια και είχε την συνήθεια να τα χαζεύει. Η Ζεφίς αγαπούσε αυτές τις μέρες που είχε την ευκαιρία να δει κάτι διαφορετικό από την καθημερινή της απαράλλαχτη ρουτίνα. 

Τον είδε να κάθεται μόνος στον όρμο παρατηρώντας τα πλοία που προσάραζαν. Οι ναυτικοί έδεναν τα παλαμάρια στις δέστρες φωνάζοντας ο ένας τον άλλο οδηγίες και εντολές. Η οχλαγωγία είχε στα αυτιά της μια ζηλευτή ασυνήθιστη ζωντάνια. Κάθισε δίπλα στον παππού της ρουφώντας τις εικόνες των καραβιών και των ανθρώπων που έτρεχαν πάνω κάτω. Γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να αγναντεύει με το τσιμπούκι στο χέρι. Χαλαρά της έδειξε το πλήθος και της είπε πριν κλειστεί και πάλι στον εαυτό του:

Είχαν πάνω από μήνα να φέρουν προμήθειες και αύριο μπαρκάρουν. Ποιος ξέρει πότε θα έρθουν ξανά.”

Παππού, εσύ πως και δε θέλησες ποτέ να ταξιδέψεις με τα καράβια;”

Χαμένος ακόμα στην ονειροπόληση, την κοίταξε ακροβατώντας ανάμεσα στις μνήμες και στο τώρα. Πέρασε λίγη ώρα πριν απαντήσει.

“Όταν ήμουν μικρός ταξίδεψα. Τότε τα σκαριά ήταν πιο χοντροκομμένα και η θάλασσα πιο επικίνδυνη. Πίστευα πως η μαγεία μου ήταν αρκετή για να τα καταφέρω παντού. Μετά από δεκαπέντε χρόνια παλεύοντας με τα κύματα, κουράστηκα. Λαχτάρισα το χωριό και την στέρεα γη. Και γύρισα.

Αυτήν ήταν μια πληροφορία που δεν ήξερε η Ζεφίς. Ήταν φανερό πως ο παππούς της νοσταλγούσε εκείνα τα χρόνια της νιότης που ελεύθερος σαν τον άνεμο γυρνούσε από λιμάνι σε λιμάνι και ζούσε αμέτρητες περιπέτειες. Μέσα στο μυαλό της η ζωή των ναυτικών ήταν ένα μαγικό όνειρο, που όντας κορίτσι δε θα μπορούσε να ζήσει ποτέ.

“Και δε θα’θελες να ξαναμπαρκάρεις μετά από τόσα χρόνια; Δε σε καλεί η θάλασσα, παππού;”

Ο γέρος ήξερε τη φωτιά στην καρδιά της Ζεφίς. Γι’ αυτό δεν της είχε πει ποτέ για το παρελθόν του στη θάλασσα. Ήταν μια σπίθα που μεγάλωνε εδώ και καιρό παρόλο που ήταν ένα μικρό κοριτσάκι. Όσο τα αδέλφια της και οι περισσότεροι στο χωριό ήταν ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, άλλο τόσο η εγγονή του είχε κληρονομήσει τη δική του λαχτάρα για να γνωρίσει τους ξένους κόσμους που απλώνονταν πέρα από τη θάλασσα. Η δική του φλόγα είχε γίνει σαν του κεριού που την τάιζε κάθε φορά που έβλεπε τους ναυτικούς στο λιμάνι. Αν δεν ήταν τόσο γέρος, αν δεν είχε μια οικογένεια και καθημερινές συνήθειες να τον κρατάν δέσμιο στα γνωστά, ίσως και να αγρίευε ξανά. Τώρα, όμως, ο καιρός του είχε περάσει, η κούραση ήταν μεγαλύτερη από κάθε διάθεση για περιπέτεια και ήθελε η ζωή του να έχει έναν μπούσουλα. Είχε γεράσει…

“Ότι είχα να ζήσω εγώ στη θάλασσα, το έζησα. Τώρα χαίρομαι να πατάω τα πόδια μου στη γη. Η καρδιά μου έχει ένα σπίτι και βρίσκεται στο χωριό.  Πρέπει να ακολουθούμε την καρδιά μας, μικρή! Όσες φορές την ακολούθησα, δε βγήκα χαμένος.”

Τα μάτια της Ζεφίς ήταν γεμάτα χρώματα, μέταλλο και ασυνήθιστα ρούχα. Την καρδιά μας, την καρδιά της… η καρδιά του παππού της ήταν στο χωριό, η δική της ταξίδευε πέρα από τις δίδυμες πέτρες, πέρα από τον ωκεανό. Εκεί που οι άνθρωποι είχαν άλλες συνήθειες και οι μάγοι έφτιαχναν φωτιά και ήξεραν σπουδαία μαγικά που δε θα μάθαινε ποτέ.

Το βράδυ ο ύπνος δεν έλεγε να την πιάσει. Τα αδέλφια της ροχάλιζαν μέσα στην ηρεμία της νύχτας αλλά δεν έφταιγε αυτό. Η Ζεφίς είχε συνηθίσει και το ροχαλητό και την βρώμα τους. Τα μάτια της ανοιχτά έβλεπαν πέρα από τη θάλασσα και σκεφτόταν ένα μόνο πράγμα: τα καράβια αύριο μπαρκάρουν… Το χάραμα, κρυμμένη ανάμεσα στα έρμα, ακολουθούσε τρέμοντας με ενθουσιασμό την καρδιά της…

 

Ευχαριστώ πολύ την αγαπημένη Kiara Kalais, που μου ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Ζεφίς. Ελπίζω κάποτε να σε κάνω περήφανη!

 

 

Copyright © 2023 Konstantia Karletsa