Τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα.  Οι σειρήνες σαν τρελές ειδοποιούν για την επικείμενη καταστροφή.  Στην κατηφόρα βλέπουν το τελευταίο μεγάλο κουβούκλιο.  Μια μικρή πόρτα με χοντρό τζάμι χάσκει ανοικτή σαν σκοτεινό στόμα.  Ήξεραν ότι το καταφύγιο ήταν μόνο για την ελίτ του κόσμου τους.  Σείχηδες, βασιλιάδες και κροίσοι είχαν πληρώσει περιουσίες για να κλείσουν τη θέση τους στις υπόγειες κοινότητες ανά τον κόσμο, που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση στους λίγους εκλεκτούς.  Υπέθεταν, όμως, ότι τους συνόδευαν οι υπηρέτες τους που θα τους έκαναν την ζωή πιο ευχάριστη και ανεκτή.

Η Δάφνη και η Ζωή είχαν πληροφορηθεί από την τοπική επαναστατική ομάδα για την πορτούλα που είχε “ξεχαστεί” ανοικτή από δικούς τους ανθρώπους που θα έμπαιναν για να σαμποτάρουν το εγχείρημα.  Ήταν μυστικό αλλά η Δάφνη το είχε κρυφακούσει και η Ζωή ήταν η καλύτερη φίλη της. 

Δεν υπήρχε κανένας τριγύρω.  Σταμάτησαν απότομα συνειδητοποιώντας ότι οι σειρήνες είχαν σιγήσει.  Αφουγκράστηκαν την ξαφνική σιωπή σαν προάγγελο κακών.  Και ξαφνικά η ένταση επανήλθε ακόμα πιο δυνατή.  Κραυγές και οχλαγωγία, νέες διακοπτόμενες στριγκές σειρήνων και ξέφρενα ποδοβολητά που έρχονταν κοντά τις χτύπησαν σαν απειλητικό κύμα.  Η Ζωή έτρεξε στην πόρτα ενώ η Δάφνη πάγωσε κοιτάζοντας στα αριστερά κάτι που η Ζωή δε μπορούσε να δει.  Το πρόσωπο της φίλης της έγινε μια ακίνητη μάσκα τρόμου.  Άρχισε να της φωνάζει να μπει όλο και πιο δυνατά μα η φωνή της χανόταν στη φασαρία.  Ένας νέος φόβος την πλημμύρισε καθώς ένιωθε τον κίνδυνο όλο και πιο κοντά.  Με μια αυτόματη κίνηση έκλεισε τη γυάλινη πόρτα.  Ήθελε να ζήσει και το ένστικτο της επιβίωσης είχε χτυπήσει κόκκινο.  Τότε η Δάφνη ξύπνησε απότομα από την πηγή του τρόμου της που την είχε φτάσει.  Έτρεξε στην πόρτα σαν τρελή, ενώ κάτι την τραβούσε άγρια, παρακαλώντας τη Ζωή να της ανοίξει.  Η Ζωή ήξερε πως ήταν πλέον πολύ αργά.  Έπρεπε να διαλέξει αν θα άφηνε τη φίλη της να πεθάνει ή αν θα πέθαινε κι αυτή μαζί της.  Αργά και μηχανικά, βλέποντας τη Δάφνη να εκλιπαρεί πιασμένη με τα νύχια από το πλαίσιο, πάτησε το κουμπί που έκλεισε την εσωτερική πόρτα αφήνοντας απ’ έξω τα πάντα.  Η θλίψη και ο πόνος της προδοσίας στα μάτια της Δάφνης ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε πριν γυρίσει με παγωμένη καρδιά στην νέα της ζωή.

 

Κάθεται μόνη της στο δωματιάκι των έξι τετραγωνικών.  Ένα στενό κρεβάτι με μια κρεμάστρα όπου είχε όλα της τα ρούχα είναι ό,τι μπορεί να χρησιμοποιήσει.  Η ιδιοκτησία είναι απαγορευμένη για τους υπηρέτες, που πλένονται με σειρά στα κοινά ντουζ με νερό, που καθαρίζονταν ξανά και ξανά, και χρησιμοποιούσαν τις κοινές χημικές τουαλέτες, που χρησιμοποιούσαν το ήδη βρώμικο νερό των ντουζ.  Η μέρα και η νύχτα ήταν ασαφείς έννοιες στο καταφύγιο, αφού από την στιγμή του αποκλεισμού δεν υπήρχε καμιά επαφή με τον έξω κόσμο.  Οι περισσότεροι μηχανισμοί ήταν αυτοματοποιημένοι και ο κεντρικός υπολογιστής είχε διακόψει κάθε είδους σχέση με οτιδήποτε δεν ανήκε στο εσωτερικό.  Αυτό που ήξερε η Ζωή ήταν πως εκεί έξω υπήρχε μόνο θάνατος και καταστροφή.  Ότι ο αέρας και το νερό ήταν μολυσμένα και ότι, αν υπήρχε κάτι που κινούνταν, ήταν τα τέρατα που η ραδιενέργεια είχε δημιουργήσει από τους τελευταίους ανθρώπους.  Η σκέψη και μόνο για έξοδο θεωρούνταν προδοσία και μια τέτοια υπόνοια θα έκανε πολύ κακό σε όποιον την εξέφραζε.

Όταν η Ζωή είχε με δυσκολία καταφέρει να ενσωματωθεί στην εσώκλειστη κοινωνία σαν ένα ακόμα πιόνι στην σκακιέρα, δεν είχε αρχικά συνειδητοποιήσει τι σήμαινε αυτό.  Την στιγμή του αποκλεισμού τους από τον υπόλοιπο κόσμο, η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είχε χαθεί μαζί με τον γαλανό ουρανό.  Ο κεντρικός υπολογιστής ασφάλισε τα καταφύγια για τα επόμενα τετρακόσια χρόνια και τίποτα δε μπορούσε να μπει ή να βγει από αυτά για λόγους υψίστης ασφαλείας.  Η θεωρία έλεγε ότι μετά θα στέλνονταν μικρές ομάδες ανίχνευσης για να δουν αν θα μπορούσαν να βγουν ξανά στην επιφάνεια.  Οι υπηρέτες πούλησαν την ζωή και την αξιοπρέπειά τους για την επιβίωση και φόρεσαν τα περιλαίμιά τους, ενώ οι άρχοντες έγιναν ασύδοτοι με σκοπό να διασκεδάσουν τη βαρεμάρα ατέλειωτων χρόνων μπροστά τους.  Όλοι οι υπηρέτες φορούσαν τα ίδια ρούχα, που έδειχναν το ρόλο τους, και έπρεπε να είναι διαθέσιμοι κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου.  Ήταν υποχρεωμένοι να ικανοποιούν τις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις των αρχόντων, που τους χρησιμοποιούσαν με κάθε συμβατό ή ανήθικο τρόπο.  Όσες προσπάθειες έγιναν για την ανατροπή αυτής της κατάστασης κατέληξαν σε σαδιστικές τιμωρίες για παραδειγματισμό, που η Ζωή δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται.

Έκλεισε τα μάτια γέρνοντας πίσω στον τοίχο.  Ήταν κουρασμένη επαναλαμβάνοντας μέρες δίχως νόημα.  Κι αυτό ήταν όλο που είχε.  Καμιά ελπίδα δεν υπήρχε για κανέναν τους.  Γιατί, άσχετα από το ρόλο τους, όλοι ήταν ισόβια φυλακισμένοι.

Είχε δει ξανά εκείνο το όνειρο.  Τα μάτια της Δάφνης, καθώς την έκλεινε έξω από το καταφύγιο, που μεγάλωναν όλο και περισσότερο κοιτώντας την ψυχή της.  Ήθελε να μιλήσει, να απολογηθεί, αλλά η φωνή δεν έβγαινε.  Έφτανε μέχρι το λαιμό της και γίνονταν μια απελπισμένη στριγκλιά.  Και, εκείνη την στιγμή, ξαφνικά, μετά από χρόνια που δε μπορούσε πια να υπολογίσει, ξέσπασε σε ένα γοερό και αδυσώπητο κλάμα.  Όλα τα όχι και τα γιατί βγήκαν για να ζητήσουν τη δικαίωσή τους.  Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι σα μωρό λαχταρώντας όλα όσα δεν έζησε και δε θα ζούσε ποτέ και για πρώτη φορά μακάρισε τη Δάφνη, που πέθανε ένα γρήγορο θάνατο, αντί για το δικό της μαρτυρικά αργό.

 

Η Δάφνη και ο Λευτέρης πιασμένοι χέρι χέρι ανεβαίνουν προς το ξέφωτο.  Οι ανοιξιάτικες μυρωδιές, τα λουλούδια και τα γέλια που έρχονταν από το χώρο της γιορτής ανέβαζαν τη διάθεση.  Τα πρώτα χρόνια μετά το σφράγισμα των καταφυγίων δούλεψαν όλοι σκληρά για να ξαναφτιάξουν τις κοινωνίες τους, που οι εκάστοτε άρχοντες καταπίεζαν με τη βία.  Ποτέ, όμως, δεν ξεχνούσαν να γιορτάσουν την επέτειο εκείνης της μέρας και σήμερα, δέκα χρόνια μετά και παρόλα τα διάφορα σύννεφα που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται λόγω των νέων υποψήφιων αφεντάδων της νέας εποχής, η γιορτή θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη.  Τα παιδιά ήταν ήδη εκεί κάνοντας τις τελευταίες πρόβες για το θεατρικό και οι πάγκοι στήνονταν από το πρωί.  Κόσμος πολύς ανηφόριζε στο ξέφωτο, εκεί δίπλα στο τοπικό καταφύγιο που είχε καλυφθεί από φύση.  Γρασίδι και μικρά λευκά λουλουδάκια σκέπαζαν πια την άλλοτε γυαλιστερή επιφάνεια.

Η Δάφνη γύρισε για να κοιτάξει αλλά ο Λευτέρης της έσφιξε το χέρι και την πήρε αγκαλιά.

“Ξέρω τι σκέφτεσαι κάθε τέτοια μέρα”, της είπε στο αυτί.  “Αλλά ήταν δική της επιλογή να πάει μ’ αυτούς.  Εσύ προσπάθησες να την εμποδίσεις.”

“Αν ήξερε, όμως, το σχέδιο;  Ότι όλα αυτά ήταν στημένα από τους επαναστάτες για να εγκλωβίσουμε τους καταπιεστές μας;  Ότι ακόμα και το πρόγραμμα του υπολογιστή τους είχε φτιαχτεί από δικούς μας ανθρώπους για να είμαστε σίγουροι ότι δε θα ξανάβγαιναν στην επιφάνεια;  Δε θα το είχε κάνει ποτέ!” ψιθύρισε ξέπνοα.

Ο Λευτέρης την έβαλε απέναντί του και την κοίταξε.  Τα πράσινα μάτια του έλαμπαν κάτω από τον ήλιο.

“Το ξέρεις, όμως, και το απέδειξε εξάλλου, πως δε μπορούσαμε να την εμπιστευτούμε.  Όσο περισσότεροι το ήξεραν, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος να φτάσει σε λάθος αυτιά.  Έπρεπε να μείνει μυστικό ως το τέλος.  Εσένα ήταν φίλη σου αλλά εγώ την αγαπούσα.  Την επόμενη κιόλας μέρα, όταν θα τελείωναν όλα αυτά, θα της ζητούσα να με παντρευτεί.  Αλλά έκανε την επιλογή της και, αφού πόνεσα για καιρό, κατάλαβα ότι η μόνη γυναίκα για μένα ήσουν εσύ που πάντα με στήριζες, ακόμα και όταν πονούσες η ίδια.  Κάποτε θα πρέπει να το ξεπεράσουμε και να συνεχίσουμε τη ζωή μας.”

Πίσω του βρισκόταν ο σφραγισμένος τάφος των ζωντανών νεκρών, οικειοθελώς φυλακισμένων από τον ίδιο τους τον φόβο.

“Έχεις δίκιο, αγάπη μου”, του είπε και τον αγκάλιασε απαλά ενώ ένα παράξενο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.

“Μαμά, μπαμπά”, φώναξαν χαρούμενοι που τους είδαν η Ελπίδα και ο Ορέστης και έτρεξαν προς το μέρος τους.  Η Ελπίδα, ντυμένη λουλουδάκι με κίτρινα πέταλα γύρω από το κεφάλι της, και ο Ορέστης, ένας πράσινος Πήτερ Παν με μυτερό καπέλο, τεσσάρων και πέντε χρονών αντίστοιχα, αγκάλιασαν τους γονείς τους και άρχισαν να τους τραβούν για να τους δείξουν τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες.

Την ώρα που όλοι μαζί ενώνονταν με τον κόσμο, η Δάφνη γύρισε ξανά προς το πράσινο πια καταφύγιο και σκέφτηκε: Κι όμως, εγώ ήξερα ότι την αγαπούσες!  Γι’ αυτό έγινα φίλη της και γι’ αυτό της γέμισα φόβο το μυαλό και την καρδιά για την επικείμενη καταστροφή, πριν παίξω τον ρόλο που σημάδεψε για πάντα τις ζωές όλων μας.

 

 

Copyright © 2023 Konstantia Karletsa